ΟΠΟΙΟΣ ΑΓΑΠΑΕΙ ΤΟ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟ ΑΓΑΠΑΕΙ ΚΑΙ Τ' ΑΓΚΑΘΙΑ ΤΟΥ
ΟΣΟ ΤΟ ΔΕΝΔΡΟ ΚΛΟΝΙΖΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΝΕΜΟΥΣ ΤΟΣΟ ΚΑΝΕΙ ΔΥΝΑΤΟΤΕΡΕΣ TIΣ ΡΙΖΕΣ ΤΟΥ

Πέμπτη 12 Μαΐου 2016

ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Παραμελούσε τον κανόνα του

O Πάτερ Δαμασκηνός, από την έρημο του Αγιοβασίλη, Γέροντας της ασκητικής Καλύβης «Εισόδια της Θεοτόκου» είχε την καλοσύνη, προς οικοδομήν των αδελφών, να μου διηγηθεί το ακόλουθο γεγονός:

Στην Σκήτη των Καυσοκαλυβίων και συγκεκριμένα στην Καλύβη «Τρεις Ιεράρχαι» ο Γέροντας της Καλύβης αυτής Γρηγόριος, ο λεγόμενος «Καρότσας» είχε έναν από τους υποτακτικούς του άρρωστο.

Ο Μοναχός αυτός ήταν λίγο αμελής στα καλογερικά του καθήκοντα και πολλές φορές παραμελούσε και την ατομική του προσευχή — τον λεγόμενο Κανόνα — τις ορισμένες εδαφιαίες μετάνοιες 100 -300 το 24ωρο και 6-12 κομβοσχοίνια. Αλλά και την υπακοή του πολλές φορές με περιφρόνηση έκανε και τελικά ήταν λίγο-πολύ περιφρονητής.

Ο Γέρο - Γρηγόρης πολλές φορές συμβούλευε τον υποτακτικό του αυτόν και έκανε μεγάλη υπομονή περιμένοντας την μετάνοια και διόρθωσή του Μονάχου αυτού, αλλά όσο ο καιρός περνούσε τόσο και χειροτέρευε η κατάστασή του.

Δεν πέρασε πολύς καιρός κι ο υποτακτικός αυτός έπεσε στο κρεββάτι του πόνου βαρειά άρρωστος και έφτασε μέχρι τα πρόθυρα του θανάτου. Επί πολλές ημέρες ξεψυχούσε, αλλά η ψυχή του δεν έβγαινε.

Ο Γέρο - Γρηγόρης τότε κάλεσε τον γιατρό Γέροντα Νικόλαο Μοναχό και αδελφό της Ιεράς Μονής του Γρηγορίου.

Ο γιατρός, μόλις εξέτασε τον ασθενή είδε πώς η αρρώστεια του δεν προέρχονταν από φυσιολογική αιτία και αφού πληροφορήθηκε και έμαθε γενικά για την ζωή του Μονάχου αυτού, σαν γιατρός και περισσότερο έμπειρος στα πνευματικά προβλήματα των Μοναχών, διότι ήταν ενάρετος Μοναχός ο γιατρός, και πνευματικός άνθρωπος, (είχε την τιμή και την ευκαιρία να τον γνωρίσει πολύ καλά και ο γράφων τις γρμμές αυτές), είπε στον Γέρο - Γρηγόρη: «Γέροντα μου, νομίζω οτι εμπόδιο για να παραδώσει ο αδελφός το πνεύμα του— να ξεψυχήσει Μοναχός αυτός, στις καλογερικές υποχρεώσεις και τα καθήκοντά του, και κυρίως το χρέος που έχει για τον πνευματικό του κανόνα. Επομένως έχω την γνώμη, πώς αν βρεθεί κανένας αδελφός από σας, να αναλάβει την υποχρέωση και να εξοφλήσει τον κανόνα του — τίς μετάνοιες και τα κομβοσχοίνια — πιστεύω οτι θα τον ελευθερώσει ο Θεός από τον αγώνα και την αγωνία που έχει τώρα για να ξεψυχήσει».

Τότε ο Γέρο - Γρηγόρης, σαν πνευματικός πατέρας που ήταν του Μονάχου αυτού και εγγυητής για την πνευματική του ζωή, συγκινημένος πολύ γονάτισε μπροστά σε όλους και με πολύ ταπείνωση και συντριβή καρδιάς, είπε και έδωσε υπόσχεση στο Θεό και ανέλαβε την υποχρέωση να κάνει αυτός τον κανόνα του Μονάχου αυτού και τίς τυχόν ελλείψεις που είχε σαν Μοναχός ο ψυχορραγών υποτακτικός του.

Μόλις ο Γέρο - Γρηγόρης πρόφερε τα λόγια αυτά, αμέσως ο ασθενής παρέδωσε το πνεύμα και ξεψύχησε ήρεμα και με πολύ γαλήνη μπροστά στο γιατρό και όλους τους αδελφούς.

Από το γεγονός αυτό πού ελαβε χώρα κατά το έτος 1935 - 36 μαθαίνουμε οτι και οι γονείς των παιδιών είτε κατά σάρκα ή κατά πνεύμα τοιούτοι είναι, συμμετέχουν και αυτοί στις πράξεις των, είτε καλές ή κακές αν είναι αυτές. Και έχουν ανάλογη ευθύνη απέναντι Θεού και ανθρώπων ακόμη, διότι είναι άμεσοι εγγυηταί για την περαιτέρω ζωή και πολιτεία τους, και είναι υποχρεωμένοι να εμποδίζουν τα παιδιά τους από τα κακά έργα και να τα νουθετούν και καθοδηγούν πάντοτε στο δρόμο του Θεού, που πρέπει κι αυτοί με το υπόδειγμα της ζωής τους να βαδίζουν πρώτοι στο δρόμο της αρετής και του Κυρίου. Αν θέλουν να καυχώνται ότι είναι καλοί και άξιοι γονείς, θα πρέπει τούτο να το αποδείξουν με το έργο και τότε μπορούν να λένε ότι ανέδειξαν και έβγαλαν στον κόσμο καλά παιδιά και χρήσιμα για τη δημιουργία μιας καλής Κοινωνίας και Χριστοπολιτείας.

Για να πετύχουν όμως αυτό οι γονείς πρέπει να κοπιάσουν πολύ, να ιδρώσουν, να θλιβούν στην ανάγκη και να στερηθούν μερικών εξόδων, περιπάτων, απολαύσεων και να εφαρμόσουν με κάθε σχολαστικότητα αυτό που λέγει ο θείος απόστολος των Εθνών μέγας Παύλος ότι, συ ο πατέρας, η μητέρα, ο Επιστάτης, ο διδάσκαλος, ο Δεσπότης και κάθε παιδαγωγός, πρώτα να κηρύξεις το λόγο του Θεού, να δείξεις το δρόμο του καλού και της αρετής και υστέρα «έπίστηθι ευκαίρως ακαίρως, έλεγξον, επιτίμησαν, νουθέτησον, παρακάλεσον εν πάση μακροθυμία και διδαχή». Γονείς και διδάσκαλοι και πάσης φύσεως αρχηγοί, μόνον έτσι θα μπορέσετε να επιβληθήτε στα παιδιά και τους προστατευομένους σας. (Β' Τιμ. Δ' 2).

«Πολλές φορές τις νύχτες έβλεπα τις ψυχές…»

Πρό τν, νας νεαρός ερεύς διηγήθηκε τά ξς τρομερά:
« μητέρα μου, πού δέν θελε γιός της νά γίνει παπς, στόν τρίτο χρόνο πό τή χειροτονία μου, πέθανε.
Στόν θάνατό της, ς ερεύς γώ γιός της, δέν εχα δώσει μεγάλη σημασία. κανα σα εναι παραίτητα καί τίποτα περισσότερο π’ ατό.
να πογευματάκι, πρός τό σούρουπο, περνοσα ξω πό τό Κοιμητήριο.
Σκέφθηκα λοιπόν: “Δέν πάω νά τς νάψω τό καντηλάκι;”
Πράγματι τό
ναψα καί κάθισα σέ μιά πέτρα. Δέν εχα μαζί μου μως πετραχήλι κι τσι δέν τς διάβασα Τρισάγιο.
Σάν νά ζαλίστηκα μως λίγο καί ξαφνικά νόμισα τι ρχισαν νά νοίγουν ο τάφοι, νά σηκώνονται τά νεκρά σώματα τν νθρώπων καί νά φωνάζουν!…
— ΒΟΗΘΕΙΑ! ΒΟΗΘΕΙΑ, ερες το ψίστου, βοήθεια…, ρθόδοξοι χριστιανοί, βοήθεια!… Λειτουργίες, προσευχές, Μνημόσυνα, Τρισάγια… ΒΟΗΘΕΙΑΑΑ, χριστιανοί!!!
Σέ λίγο τρομαγμένος βλέπω καί τήν μάνα μου:
— ΒΟΗΘΕΙΑ, γυιέ μου, μο επε, βοήθεια! Βοήθεια, τώρα πού εσαι παπς, βοήθεια γιά λους, βοήθεια, βοήθεια!!!…καί πεσε πάνω μου σπαράζοντας πό κραυγές πελπισίας, ζητώντας βοήθεια γιά τήν ψυχή της.
Τότε συνλθα τρομαγμένος… Εχε πλέον βραδιάσει… φυγα τρέχοντας… σχίσθηκαν καί τά ράσα μου… καί πό τήν τρομάρα μου λη τή νύχτα δέν κοιμήθηκα.
Τήν λλη μέρα τό πρωί επα στήν πρεσβυτέρα μου: “Κοίταξε νά δες. Γιά τρία χρόνια θά λειτουργ κάθε μέρα γιά τή μάνα μου, γιά λους τούς πεθαμένους, γιά σους εναι γραμμένοι κε, στό Κοιμητήριο, καί γιά σα νόματα κεκοιμημένων θά μο δίνουν πό δ καί πέρα”.
κανα χίλιες κατό Λειτουργίες συνεχς, χωρίς διακοπή! Χίλια κατό Μνημόσυνα μέ κόλλυβα, μέ Τρισάγια, μέ ,τι πρεπε· κάθε μέρα!
Πολλές φορές τίς νύχτες βλεπα τίς ψυχές νά μο λένε “εχαριστ”, λλες γιατί ξεδίψασαν, λλες γιατί δροσίστηκαν, λλες γιατί χόρτασαν, λλες γιατί ζεστάθηκαν μέσα στίς παγωνιές!
“Εχαριστ, ζεστάθηκα, παπά μου”, μο λεγαν, “κρύωνα, ζεστάθηκα, σ’ εχαριστ”. λλες μέ εχαριστοσαν, γιατί εδαν λίγο φς καί λλες κρατοσαν «ψωμάκια στά χέρια…”.

"Πατέρα με σκότωσες"

Οδηγώντας σε μια μεγάλη λεωφόρο, μπροστά στα μάτια μιας κυρίας έγινε ένα τροχαίο ατύχημα, με αποτέλεσμα να τραυματισθεί σοβαρά ένας νέος. Με τη βοήθεια κάποιων ανθρώπων, έβαλαν στο αυτοκίνητο της το άγνωστο παλικάρι, περίπου 20 ετών, να το μεταφέρει στο εφημερεύον νοσοκομείο.

Το παλικάρι αιμορραγούσε, η κυρία έφτασε στο νοσοκομείο όσο πιο γρήγορα μπορούσε.

Οι τραυματιοφορείς της βάρδιας το πήραν μέσα. Μπήκε μαζί τους και η κυρία, για να μάθει ποιος είναι, και να ειδοποιήσει τους συγγενείς του. Οι γιατροί της βάρδιας διέγνωσαν πως έπρεπε να μπει επειγόντως στο χειρουργείο. Ειδοποίησαν τον χειρούργο, ο οποίος όμως για να τον χειρουργήσει ήθελε 1000 δολάρια. Το είπαν στην κυρία, η οποία όμως τους εξήγησε ότι δεν γνώριζε αυτό το παλικάρι.

Εξήγησαν και στον γιατρό αλλά αυτός ανένδοτος, ήθελε πρώτα τα χρήματα...

Η ώρα κυλούσε και η κυρία βλέποντας το παλικάρι να αργοπεθαίνει, είπε:

"Ξεκινήστε να το σώσετε και πάω να σας φέρω εγώ τα χρήματα".

Η κυρία πράγματι πήγε όσο πιο γρήγορα μπορούσε, έφερε τα χρήματα και τότε ήρθε και ο χειρούργος.

Όμως τι ειρωνεία! Τι οδυνηρό παιχνίδι του φύλαξε αυτή τη νύχτα η αγάπη του για τα χρήματα...

Με το που είδε το παλικάρι, έμεινε ακίνητος, κιτρίνισε, άσπρισε, πήρε το χρώμα του νεκρού... Έπεσε πάνω στο παιδί ουρλιάζοντας... Και το παιδί είπε τις τελευταίες του λέξεις:

«Πατέρα με σκότωσες» και ξεψύχησε... [...]

Εσύ πόσο αγαπάς το παιδί σου;

Μητρ. Μαυροβουνίου Αμφιλόχιος


Μιλώντας κάποτε στο αρχονταρίκι αγιορείτικης Μονής, ο Μητροπολίτης Μαυροβουνίου Αμφιλόχιος Ράντοβιτς (γνωστός για την σχέση που είχε με τον Αγ. Παΐσιο όταν ασκήτευαν σε γειτονικά κελιά στο Αγ. Όρος) αναφέρθηκε στην αγιασμένη μορφή του πατέρα του.

Θυμήθηκε ότι στα χρόνια της αθεϊστικής Γιουγκοσλαβίας, τότε που κανείς δεν τολμούσε να πάει στην Εκκλησία, ο πατέρας του τούς έπαιρνε και τους πήγαινε τακτικά για να κοινωνούν. Στο χωριό, του είχαν προτείνει να γίνει δάσκαλος, επειδή είχε τελειώσει Λύκειο. Κι εκείνος απάντησε: «Δεν θέλω να αναλάβω, γιατί θα αναγκαστω να διδάσκω αθεΐα».

«Ένα βραδάκι», διηγείται ο επίσκοπος Αμφιλόχιος, «μετά τις αγροτικές δουλειές, είχαμε μαζευτεί όλα τα αδέλφια μου, επτά παλληκάρια, και συζητούσαμε περί ομολογίας της πίστεως.

Ο μακαρίτης ο μεγαλύτερος αδελφός μου έλεγε ότι δεν πρέπει να εξωτερικεύουμε την πίστη μας. Εγώ, τεταρτοετής της Θεολογικής Σχολής τότε, έλεγα το αντίθετο.

Ο πατέρας άκουγε τη συζήτηση και σε μία στιγμή λέει:

Ακούστε, παιδιά μου. Έχω εσάς, επτά γιους, και είμαι έτοιμος να χύσω και την τελευταία σταγόνα του αίματός μου για σας.

Όμως να θυμάστε αυτό που σας λέω: Αν ερχόταν κάποιος να μου πει: «Διάλεξε. Ή θα αρνηθείς το Χριστό, ή θα σου σκοτώσουμε τους επτά γιους», εγώ θα έλεγα (και τον πιάσανε τα κλάματα τον καημένο): «Ο Θεός τα έδωσε. Ο Θεός τα πήρε (*). Δεν είναι δικά μου. Του Θεού είναι. Το Χριστό δεν Τον αρνούμαι».

«Έκλαιγε σαν μικρό παιδί. Μου έχει μείνει ακόμα», έλεγε ο επίσκοπος Αμφιλόχιος.

Ο αγιασμένος Σέρβος πατέρας δεν είπε κάτι καινούργιο. Με την ομολογία του (έστω κι αν δεν βρέθηκε στη δύσκολη θέση να την εφαρμόσει) προστέθηκε στη μεγάλη χορεία των αγίων γονέων, που ενθάρρυναν και ήταν παρόντες στο μαρτυρικό θάνατο των παιδιών τους και οι περισσότεροι τους ακολούθησαν στο μαρτύριο: Αγία Σολομονή (μάνα των αγίων Επτά Μακκαβαίων), η μητέρα του αγίου Μελίτωνα (ενός από τους Σαράντα Μάρτυρες), Αγία Ανθία (μάνα του αγίου Ελευθερίου), Αγία Σοφία με τις τρεις θυγατέρες της και πολλοί άλλοι.

Τα συγκλονιστικά λόγια του πατέρα που αναφέραμε, ουσιαστικά θέλουν να δηλώσουν το εξής απλό:

«Αν αρνηθώ το Χριστό, τότε παύω να είμαι Πατέρας σας (το Π με κεφαλαίο). Και αντί για την ανάμνηση της ζωογόνου πατρικής αγκαλιάς, σας αφήνω μία θανατηφόρα κληρονομιά.

Σας τραβάω, με το παράδειγμά μου, σε ένα δρόμο αιώνιου θανάτου και καταστροφής. Κι εγώ δεν σας γέννησα για να καταστραφείτε και να χαθείτε για πάντα. Σας γέννησα για να σωθείτε και για να ζείτε για πάντα Ζωή Αληθινή. Γι’ αυτό καλύτερα να σας καμαρώνω - Αιώνια Ζωντανούς - Μάρτυρες της Αλήθειας, παρά εσείς να επιβιώσετε με το στίγμα:

“Τα παιδιά του αρνησίχριστου” και εγώ να είμαι αναπολόγητος στο φοβερό βήμα του Χριστού»!

Με τις ευχές και τις πρεσβείες όλων των αγίων γονέων της Εκκλησίας μας, ας ανοίγουμε σωστά τις αγκαλιές μας για τα παιδιά μας, δίνοντάς τους αγάπη, που τα τρέφει και τα σώζει.

Και αυτό θα γίνεται πραγματικότητα, μόνο όταν εμείς αγωνιζόμαστε σταθερά να ζούμε μέσα στην Αγκαλιά του Θεού, στην Εκκλησία Του.

(*) Η απάντηση του δικαίου Ιώβ όταν τον πληροφόρησαν ότι σκοτώθηκαν τα παιδιά του.

Η χάρη της εξομολόγησης

Θα σας έχει τύχει ίσως καθώς περιμένετε να έρθει η σειρά σας για το μυστήριο της Μετανοίας – Εξομολογήσεως, να βλέπετε κάποιους ανθρώπους να βγαίνουν από το εξομολογητήριο, εμφανώς ευδιάθετοι, χαρούμενοι και σίγουρα αλλαγμένοι. Άλλοι περισσότερο άλλοι λιγότερο. Η μικρή αληθινή ιστορία που παραθέτουμε παρακάτω αποδεικνύει ότι ακόμη και τα άλογα ζώα ίσως να βλέπουν αυτήν την αλλαγή στον άνθρωπο μετά την εξομολόγηση.
«Ήταν ένας νέος και πήγαινε στο Μέγα Απόδειπνο κατά την διάρκεια την Μεγάλης Τεσσαρακοστής, ο νεαρός ήθελε εκείνο το απόγευμα να εξομολογηθεί ταυτόχρονα. Στο δρόμο που πήγαινε προς την Εκκλησιά ήταν μέσα σε δύο σπίτια δύο άγρια σκυλιά και γάβγιζαν πάρα πολύ μόλις είδαν το νέο να περνάει, γάβγιζαν τόσο πολύ που θελαν να του επιτεθούν και να τον ορμήσουν. Η περίφραξη και τα κάγκελα ευτυχώς τον γλίτωσαν από το κακό. Καθώς τελείωσε το Μέγα Απόδειπνο, ο νέος εξομολογήθηκε στον Ιερέα του Ναού… και ένιωθε ότι πετούσε… Επιστρέφοντας λοιπόν για το σπίτι του, πέρασε από τον ίδιο δρόμο. Το σκυλί που τον είδε και ήθελε να του ορμήσει, τον έβλεπε τώρα, τον κοιτούσε και ούτε καν του γάβγισε. Το δεύτερο σκυλί δεν εμφανίστηκε καθόλου.

Ο νέος απόρησε! Έκατσε να γράψει το συμβάν. Και ευχαρίστησε τον Θεό.»

Τα άκρα, τα περίσσια και τα υπέρμετρα των δαιμόνων είναι :

Όταν ο γερο-Δανιήλ ήταν στο Ρωσικό, παρατηρούσε πως κάποιος μοναχός που ασκήτευε σ΄ ένα κάθισμα έξω από το μοναστήρι, παρίστανε τον μεγάλο ασκητή. Έκανε μεγάλες νηστείες, φορούσε τα πιο άθλια ρούχα, γύριζε ξιπόλητος, γύριζε ξιπόλητος ακόμα και τον χειμώνα κλπ. Μεταξύ των άλλων, ενώ ο κανονισμός προβλέπει 300 μετάνοιες την ημέρα, αυτός έκανε 3000. Οι άλλοι λοιπόν μοναχοί τον εθαύμαζαν.

-Αυτό; είναι πραγματικός καλόγερος. Αυτός είναι ασκητής με τα όλα του έλεγαν.

Ο π. Δανιήλ, παρ΄ όλο που ήταν νεώτερος τότε, δεν έδειχνε ενθουσιασμένος. Με το διορατικό του βλέμμα διέκρινε μια κατάσταση κάθε άλλο, παρά θεάρεστη. Διεπίστωσε μάλιστα πως στην πόρτα της καλύβης του υπήρχε κάποιο άνοιγμα, που επέτρεπε στους διαβάτες να βλέπουν μέσα για να επαινούν τη μεγάλη του άσκηση.

Η αγάπη τον έσπρωξε ν΄ αναφέρει την υπόθεση στον ηγούμενο, ώστε να σωθεί ο αδελφός από την πλάνη. Τότε ο ηγούμενος ξεκίνησε για την καλύβη του "υπερασκητού"!

-Πώς τα περνάς εσύ εδώ, πάτερ ;

-Με την ευχή σου γέροντα, καλά. Αγωνίζομαι και κλαίω τις αμαρτίες μου.

-Μόνο που δεν ήρθες καμιά φορά να μου πεις τους λογισμούς σου.

-Τί, να σου πω, γέροντα ; Τα ξέρεις. Είμαι ένας αμαρτωλός που αγωνίζομαι.

-Τί αγώνες έχεις ; Δεν μου λες, κάνεις καμιά γονυκλισία ;

-Ναι, γέροντα, κάνω μερικές.

-Πόσες ;

-Να με την ευχή σου 3000 την ημέρα.

-Πώς ; Γιατί 3000 ; Ποιός σου έδωσε ευλογία για τόσες ; Όχι, δεν θα ξανακάνεις 3000. Τί θέλεις να παραστήσεις; Τον "υπερασκητή"; Στο εξής μόνο πενήντα. Έτσι δεν θα σε πιάνει και υπερηφάνεια.
Ο γέροντας έφυγε. Η τομή είχε γίνει και το απόστημα παρουσιάσθηκε αμέσως με όλη του τη δυσοσμία. Συνέβη κάτι το ανέλπιστο.

Ο άλλοτε "μέγας και τρανός" ασκητής πήρε στροφή εκατόν ογδόντα μοιρών. Γονυκλισίες δεν μπορούσε να κάνει ούτε πενήντα! Αντί για κουρελιάρικα ρούχα φορούσε τώρα ό,τι πολυτελέστερο υπήρχε. Η φτωχική του τράπεζα γνώρισε τα εκλεκτότερα φαγητά.
Όπως ήταν φυσικό, οι άλλοι πατέρες έτριβαν τα μάτια τους. Τότε πια κατάλαβαν πως οι υπέρμετρες ασκήσεις του οφείλονταν σε πνεύμα υπερηφανείας. Έτσι μπορούσε να εξηγηθεί και η καταπληκτική μεταβολή, γιατί το πνεύμα αυτό της πλάνης κυνηγάει τα άκρα. Τα άκρα, τα περισσά και τα υπέρμετρα, σύμφωνα με την πατερική σοφία "των δαιμόνων εισί".

Η Παναγία χρίει τον ευλαβή μοναχό

«Εδώ και μερικά χρόνια, ένας φιλομόναχος νέος είχε παρακολουθήσει μια ολονυκτία σε μια Μονή του Αγίου Όρους με πολλή ευλάβεια. Ήταν η εορτή των Εισοδίων της Θεοτόκου και, επειδή ήθελε και αυτός να αφιερωθή στον Θεό, σε όλη την αγρυπνία στεκόταν όρθιος και προσευχόταν με κατάνυξη.
Όταν έφθασαν στους Αίνους, ο Ιερεύς έχριε τους Πατέρες και τους προσκυνητάς από το λαδάκι της κανδήλας της Παναγίας.
Ο νέος όμως από πολλή ευλάβεια και υπερευαισθησία δεν πλησίασε για να χρισθή, διότι θεωρούσε ανάξιο τον εαυτό του. Όταν πια τελείωσαν όλοι και έφυγε ο ιερεύς, αισθάνθηκε την ανάγκη, μέσα από την καρδιά του, να πάη να προσκυνήση τουλάχιστον την Εικόνα της Παναγίας, για να πάρη κι αυτός λίγη Χάρη.
Ενώ λοιπόν προσκυνούσε με ευλάβεια την Εικόνα της Παναγίας, έγειρε όμορφα η κανδήλα της και έχυσε λάδι στο κεφάλι του νεαρού, χωρίς να στάξη ούτε κάτω αλλ’ ούτε και στα ρούχα του, παρά μόνο στην κορυφή της κεφαλής του.
Ένιωσε δε παράλληλα και μια ανέκφραστη πνευματική αγαλλίαση, που τέτοια δεν είχε νιώσει ποτέ στην ζωή του.
Όταν είδα από μακριά τον νέο, πριν μου διηγηθή ο ίδιος το περιστατικό, επειδή φαινόταν από το αλλοιωμένο του πρόσωπο το θείο γεγονός, τον ρώτησα τι του συνέβη, και εκείνος μου το διηγήθηκε με πολλή απλότητα.
Βλέπει λοιπόν κανείς ότι τους πολύ ευλαβείς και ταπεινούς τους χρίει μόνη της η Παναγία και τους αλλοιώνει πνευματικά».


Το κάψιμο της Σολομωνικής στο Άγιο Όρος

(Επί τη βάσει των σημειώσεων του αειμνήστου Υμνογράφου Γέροντος Γερασίμου Μικραγιαννανίτου, τις οποίες έθεσαν ευγενώς στη διάθεση μου οι υποτακτικοί του).

Σε κάποιο χωριό της Χαλκιδικής, ένας οικογενειάρχης χριστιανός, συνεργεία του διαβόλου, εγκατέλειψε τον εκκλησιασμό και την μετοχή στην χάρι των μυστηρίων, και ακολούθως, από περιέργεια στην αρχή, ασχολήθηκε με τούς μάγους και την μαγεία, έως ότου κατάντησε και ό ίδιος μάγος αργότερα, ασχοληθείς συστηματικώς με την «Σολομωνική», το ομώνυμο σατανοβιβλίο της οποίας του έγινε σύμβουλος και αχώριστος φίλος.

Παραχωρήσει Θεού και προς σωτηρίαν του, τον βρήκαν μεγάλες συμφορές.

Η ευλαβέστατη σύζυγος του δυσφορούσε και υπέφερε πολύ γι' αυτήν του την επίδοση στην μαγεία∙ τον παρακαλούσε να μετανοήσει, να παύση ασχολούμενος με τα μάγια και να επιστρέψει στην χάρι του Χριστού- εκείνος όμως δεν την ήκουε. Τότε εκείνη του δήλωσε ότι οι κακοτυχίες και τα βάσανα, πού τούς βρήκαν, ήταν τιμωρία από τον Θεό∙ ότι αυτή, ως πιστή χριστιανή, δεν μπορούσε πλέον να συζεί με έναν δαιμονολάτρη μάγο, και ότι ήταν διατεθειμένη να πάρει διαζύγιο.

Αυτή ή απειλή τον προβλημάτισε πολύ. Ήταν επιτυχημένος οικογενειάρχης, και τον ενδεχόμενο διαλύσεως τής οικογενείας και του διασυρμού του τον κατατρόμαξε. Τότε προσέτρεξαν συγγενείς και φίλοι για να αποσοβήσουν το κακό∙ τον συμβούλεψαν όμως, ότι θα έπρεπε να παύση οριστικώς ασχολούμενος με την μαγεία, και ότι ή γαλήνη στην οικογένεια και ή λύτρωσης του από την επήρεια του διαβόλου θα μπορούσε να συντελεσθεί με την εξομολόγηση του σε έμπειρο πνευματικό, στις οδηγίες του όποιου θα έπρεπε να υπακούσει- και ως τοιούτον υπέδειξαν τον παπά Σάββα της Μικράς Αγίας Αννης, η φήμη του οποίου ήταν διαδεδομένη και στην Χαλκιδική.

Ήκουσε τις προσευχές της εύλαβεστάτης συζύγου ό Θεός, και τον λυπήθηκε και τον φώτισε να δεχθή καλόγνωμα τις συμβουλές των φίλων. Έτσι αναχώρησε για τον Άγιονόρος και για την καλύβα του παπά- Σάββα. Τον δέχθηκε πατρικότατα εκείνος, και τον αποτέλεσμα προέκυψε θεοχαρίτωτο και σωτήριο∙ γιατί ειλικρινεστάτη υπήρξε ή εν μετανοίας και συντριβή καρδίας εξομολόγησις του και ή εκζήτησης συγχωρήσεως και θείου ελέους. Παρά ταύτα ό σοφός και άγιος πνευματικός τον κράτησε επί μία εβδομάδα, προς περαιτέρω νουθεσία, οικοδομή και εμπέδωση στην νέα πνευματική κατάσταση και εν Χριστώ ζωή.

Όταν ό πνευματικός έκρινε ότι ήταν πλέον καιρός να επανακάμψει στον κόσμο και την οικογένεια του, εκείνος ξέσπασε σε δάκρυα ευχαριστιών και ευγνωμοσύνης για την λύτρωσή του από τον κράτος του διαβόλου, για την συγχώρηση, για την πνευματική οικοδομή και για την επανένταξη του στην Εκκλησία και στον βασίλειο τής χάριτος του Χριστού. Κατ' εκείνη τη στιγμή θυμήθηκε ότι είχε μεταφέρει προς επίδοση στον Γέροντα τον βιβλίο τής Σολομωνικής. Το έβγαλε από τον τουρβά του και έκανε να το δώση, λέγοντας: «Πάρε το, Γέροντα∙ αυτό τον βιβλίο υπήρξε τον μέσον συνεργασίας μου με τον διάβολο και ή αιτία της ψυχικής μου καταστροφής. Εδώ πρέπει να μείνει περιφρονημένο και άνενέργητο∙ κάνε το ότι θέλεις». Και ό πνευματικός: «Τί να τον κάνω αυτό τον βιβλίο, παιδί μου, στον καλύβι μου; Τώρα πού φεύγεις, κάψε το προσεκτικά σε κάποιο μέρος του δρόμου».

Πήρε τον μονοπάτι ό Χαλκιδικιώτης και, όταν σε κάμποση απόσταση βρέθηκε στην «Σπηλιά» -τοποθεσία πού έτσι είναι γνωστή από το αύτοκατασκεύαστο αρκετά μεγάλο βαθούλωμά της στην απότομη βραχοπλαγιά- κρίνοντας ότι ήταν κατάλληλο τον μέρος, έκανε υπακοή στην εντολή του πνευματικού, και στο κοίλο τής αγκάλης της άναψε φωτιά από φρύγανα και ξερόκλαδα και απόθεσε επάνω της τον σατανικό βιβλίο. Το είδε να λαμπαδιάζει, και καταχάρηκε η ψυχή του, πού την είχε δέσμια στου διαβόλου την διάθεση και δράσι. Ανάδευσε μ' ένα κλαδί τα αποκαΐδια και τη στάχτη, έκανε τον σταυρό του και ξαναπήρε τον μονοπάτι, δοξάζοντας τον Θεό και για το απ’ αυτό ξεφόρτωμά του.

Λίγο παραπέρα συνάντησε τον πατέρα Ιλαρίωνα, υποτακτικό του πνευματικού, πού τον είχε στείλει για κάποια υπηρεσία στην Άγια Άννα. Τον ευχαρίστησε κι' αυτόν για την αγάπη πού του έδειξε, την φιλοξενία και τις περιποιήσεις, και τον παρακάλεσε να 'πει στον Γέροντα ότι, κατά την ύπόδειξί του, έκαψε στην Σπηλιά τον σατανικό βιβλίο. Αποχαιρέτισαν ό ένας τον άλλον και ό καθένας πήρε τον δρόμο του.

Όταν όμως ό πατήρ Ιλαρίωνα έφθασε στην Σπηλιά, άκουσε σπάνιους θορύβους και ακολούθως δέχθηκε σφοδρό λιθοβολισμό. Φοβήθηκε πάρα πολύ, αλλά, κατανοήσας την αιτία του πράγματος, επικαλέσθηκε την βοήθεια του Θεού και έσπευσε να απομακρυνθεί το ταχύτερο δυνατόν απ’' εκεί. Περίτρομος διηγήθηκε τον συμβάν συνεπεία τής καύσεως του σατανικού βιβλίου.

Οι λιθοβολισμοί αυτοί εξακολούθησαν να πραγματοποιούνται επ' αρκετό χρονικό διάστημα εναντίον των διερχομένων, ώστε να σκέπτονται οι μοναχοί πολύ, αν έπρεπε να εξακολουθήσουν να χρησιμοποιούν το μονοπάτι. Τούς ήταν όμως αδύνατο να ανοίξουν άλλο ή να κατασκευάσουν παράκαμψη σ' εκείνο τον σημείο, λόγω τού βραχώδους και τελείως αποκρήμνου του. Τότε έκαναν κοινή σύναξη οι Αγιαννανίτες και οι Μικραγιαννανίτες άσκηταί, και εξ ομοφώνου αποφάσεως προσκόμισαν τον Τίμιο Σταυρό και άγια λείψανα και αφού τέλεσαν αγιασμό και αγίασαν την Σπηλιά και τον πέριξ χώρο, έκτισαν ένα μικρό προσκυνητάρι και τοποθέτησαν την Ιερή εικόνα τής Παναγίας Θεοτόκου.

Έτσι απελάθηκαν οι εμφωλεύοντας εκεί δαίμονες, πού, ώργισμένοι για την κατάκαυσι της βίβλου των, έξεδήλωναν κατ' αυτόν τον τρόπο τον μίσος των κατά των διερχομένων. Έκτοτε και μέχρι σήμερον, όλοι σταθμεύουν για λίγο στην Σπηλιά, εν ευλαβεία προσκυνούν την εικόνα της Παναγίας, επικαλούνται την χάρι και την προστασία της, και άναμιμνήσκονται της άγιότητος και διακρίσεως τού αειμνήστου πνευματικού, της λυτρώσεως και σωτηρίας του Χαλκιδικιώτου χωρικού και της καύσεως της δαιμονοσολομωνικής του.

Το χτύπημα της πόρτας

Μια σκοτεινή νύχτα, έπιασε μια καταιγίδα κάποιον στον δρόμο.

Χτυπάει την πρώτη πόρτα που συναντά.

- Ανοίξτε μου σας παρακαλώ να γλυτώσω από τούτο το κακό.

- Α, δεν μπορώ, λέει μια αυστηρή φωνή από μέσα, εγώ είμαι η «Δικαιοσύνη». Είσαι άξιος της τιμωρίας αυτής. Δικαίως έρχεται στο κεφάλι σου. Εγώ την έστειλα!

Χτυπάει κι άλλη πόρτα παρακεί…

- Άνοιξε μου, λέει, να προφυλαχτώ.

- Εδώ μένει η «Αλήθεια», λέει μια φωνή από μέσα! Ποτέ δεν σου άρεσε η συντροφιά μου. Πώς με θυμήθηκες τώρα;

Κι ο ταλαίπωρος άνθρωπος προχώρησε απελπισμένος.

Χτυπάει τρίτη πόρτα τώρα.

- Άνοιξε μου σε παρακαλώ. Ποιος κάθεται εδώ;

- Το «Έλεος», απαντά μια πρόθυμη φωνή από μέσα και την ίδια στιγμή η πόρτα ανοίγει. Πέρασε μέσα φίλε μου, του λέει, τόσο καιρό σε περίμενα! Φόρεσε αυτά τα καθαρά, καινούργια ρούχα, για σένα τα έχω, ξεκουράσου τώρα!

Μην περιμένεις απο άλλους να κάνουν ελεημοσύνη όταν πεθάνεις

Ένας άρχοντας πλούσιος εθησαύριζε κατά πολλά, ποτέ δεν ήθελε μήτε να εξομολογηθεί μήτε ελεημοσύνη να κάμει.

Είχεν ένα υιόν έως δέκα χρονών. Ήλθε καιρός και αρρώστησε ο άρχοντας εκείνος. Του έλεγον οι ιδικοί του να εξομολογηθεί, να κάμη δια την ψυχήν του τίποτε, αυτός τους έλεγεν: Άς είναι καλά το παιδί μου, εκείνο έχει να κάμη δια την ψυχήν μου. Όλος με τον διάβολον ήτο, και η γνώμη του δεν ήλλαζεν.

Εις τον τόπον εκείνον ήτο ένας πνευματικός ενάρετος. Πηγαίνει και ξυρίζει τα γένεια του, ενδύεται φορέματα κοσμικά και πηγαίνει εις το σπίτι του πλουσίου. Κτυπά εις την πόρταν, βγαίνουν και τον ερωτούν τι γυρεύει.

Απεκρίθη πως είναι ξένος άνθρωπος και έτυχα εδώ, λέγει, εις την χώραν σας, έμαθα πως είναι ο άρχοντας της χώρας άρρωστος και ήλθα να τον ιδώ και εγώ, επειδή είμαι ιατρός. Ευθύς τον εδέχθησαν. Ήσαν όλοι οι συγγενείς του γύρω του και τον επαράστεκαν. Τους λέγει: Πως είναι ο άρρωστος; Απεκρίθη ο άρρωστος και του λέγει: Αχαμνά είμαι, αφέντη. Λέγει ο ιατρός: Τι σου λέγουν οι ιατροί της χώρας σας;

Λέγει ο άρρωστος: Με λέγουν πως είμαι αχαμνά δια τον θάνατον. Τον πιάνει από το χέρι και του λέγει ο πνευματικός ιατρός: Και εγώ το λέγω ότι πεθαίνεις. Μα ανίσως και ευρίσκετο ένα ιατρικόν οπού γνωρίζω, δεν απέθνησκες. Του λέγει: Τι ιατρικόν είναι εκείνο οπού χρειάζεται να εύρωμεν; Καμώνεται πως δεν ηξεύρει και ερωτά: Έχει κανένα παιδί; Του είπαν πως μόνον ένα έχει. Του λέγει ο πνευματικός: Να μη λυπάσαι, το ιατρικόν σου ευρέθη. Εγώ σου υπόσχομαι πώς δεν αποθνήσκεις.

Γυρεύει να του δώσουν ένα φλυτζάνι νερό και αλεύρι. Τα ανακατώνει και καμώνεται πώς και κάτι άλλο ιατρικόν βάνει μέσα και λέγει: Τώρα το ιατρικόν είναι έτοιμον, μόνον χρειάζεται να έλθη το παιδί σου εδώ, να του σπάσω το δάκτυλόν του το μικρόν με το βελόνι, να στάξει τρεις σταλαγματιές αίμα, να σου το δώσω να το πίης και ευθύς να γίνης καλά. Το παιδί έπαιζε με τα άλλα παιδία. Στέλλουν ευθύς και του λέγουν:

Έλα, παιδί μου, οπού ήλθεν ένας ιατρός να κάμη τον πατέρα σου καλά. Το παιδί ήθελε να παίξη, όμως το έφεραν. Καθώς το βλέπει ο ιατρός του λέγει: Έλα, παιδί μου, να σου σπάσω το μικρόν δάκτυλον μ’ ένα βελόνι, να στάξη τρεις σταλαγματιές αίμα εδώ μέσα οπού έχω κάτι ιατρικόν, να δώσω να το πίη ο πατέρας σου, να γίνει ευθύς καλά.

Λέγει το παιδί: Ετρελλάθηκα ή επαλάβωσα να χαλάσω εγώ το δάκτυλόν μου; Λέγει ο ιατρός: Εις σε, παιδί μου, κρέμαται ή να ζήση ή ν’ αποθάνη. Δεν βλέπεις πόσα εσύναξε να σου αφήσει; Λέγει το παιδί: Ζήση δεν ζήση, εγώ δεν χαλώ το χέρι μου. Και έφυγε.

Λέγει ο ιατρός του άρχοντος: Εγώ είμαι ο πνευματικός της χώρας και το έκαμα τούτο, δια να σου δείξω πώς από το παιδί σου μη ελπίζης τίποτε δια την ψυχήν σου να σου κάμη. Τότε σηκώνεται ο άρρωστος. Εγώ, λέγει, εκόλασα την ψυχήν μου δια το παιδί μου, να του αφήσω πολλά, και εκείνο δεν το εβάσταξε η καρδιά του να δώση τρείς σταλαγματιές αίμα δια την ζωήν μου;

Καλά λέγεις, πνευματικέ μου. Ευθύς γυρεύει τα δευτέρια του, τας ομολογίας του και τα ξεσχίζει. Εμοίρασεν όλα του τα πράγματα, δεν άφησε τίποτε, και το παιδί του το κατέστησε πάμπτωχον, και εκέρδισε τον παράδεισον να χαίρεται πάντοτε.

Τώρα όσοι έχετε παιδιά, μη ελπίζετε και λέγετε, πως είναι καλό το παιδί μου και εκείνο έχει να φροντίσει δια την ψυχήν μου. Ό,τι κάμνει ο άνθρωπος μόνος του, εκείνο ευρίσκει εις την άλλην ζωήν.

"Η κλοπή του χρόνου"

Κάποτε ο διάβολος κάλεσε μια παγκόσμια συνέλευση δαιμόνων. Στην εναρκτήρια ομιλία του, ανάμεσα στα άλλα, είπε:

«Δεν μπορούμε να εμποδίσουμε τους Χριστιανούς να πηγαίνουν στην εκκλησία. Δεν μπορούμε να τους εμποδίσουμε να διαβάζουν την Αγία Γραφή και να γνωρίζουν την αλήθεια.

Δεν μπορούμε ούτε ακόμα και να τους εμποδίσουμε να έχουν μια ζωντανή στενή σχέση με τον Σωτήρα τους.

Άπαξ και αποκτήσουν αυτήν τη σύνδεση με τον Ιησού, εμείς χάνουμε κάθε δύναμη πάνω τους.

Έτσι, το μόνο που μας μένει είναι να τους κλέψουμε το χρόνο τους. Ας πηγαίνουν στην εκκλησία, δεν πειράζει, ας έχουν εκεί τις συνεστιάσεις τους κι όλα τα υπόλοιπα.

Ας έχουν έργο και δράση. Μόνο να μην έχουν χρόνο να αναπτύξουν αυτή τη ζωντανή σχέση με τον Ιησού.

Να τι θέλω από σας. Αποσπάστε τους την προσοχή από τον Σωτήρα τους και εμποδίστε τους από του να έχουν θερμή και στενή σχέση μαζί Του όλη μέρα. Ας τους παρασύρουμε σε μια χαλαρή σχέση με τον Ιησού, τυπική σχέση, χωρίς γνήσια πίστη και αγάπη γι’ Αυτόν.

Πώς θα το κάνουμε αυτό; ρώτησαν τότε οι δαίμονες.

Βάλτε τους να ασχολούνται με τα δευτερεύοντα θέματα και βρείτε τρόπους αμέτρητους να κρατάτε απασχολημένο το μυαλό τους, απάντησε.

Βάλτε μέσα τους τον πειρασμό να ξοδεύουν, να ξοδεύουν, να ξοδεύουν και να δανείζονται χρεώνοντας τις κάρτες τους.

Πείστε τις γυναίκες τους να πάνε να δουλεύουν πολλές ώρες εκτός σπιτιού και τους άνδρες να δουλεύουν 6-7 μέρες την εβδομάδα, 10-12 ώρες την ημέρα, έτσι ώστε να μπορούν να ανταπεξέλθουν στις ανάγκες του τρόπου ζωής τους.

Εμποδίστε τους να ξοδεύουν χρόνο με τα παιδιά τους. Έτσι, καθώς θα διασπάται η οικογένειά τους, σύντομα το σπίτι δεν θα αποτελεί πια για αυτούς καταφύγιο από την πίεση της δουλειάς τους.

Κρατάτε πάντα το μυαλό τόσο γεμάτο με ερεθίσματα ώστε να είναι αδύνατο να ακούσουν τη σιγανή και απαλή φωνή του Θεού.

1. Βάλτε τους να παίζουν το ραδιόφωνο και το κασετόφωνο όποτε οδηγούν.

2. Φροντίστε να έχουν συνεχώς ανοιχτά στο σπίτι τους τα CD, το βίντεο, την τηλεόραση και τους υπολογιστές.

3. Βάλτε σε κάθε κατάστημα κι εστιατόριο που μπαίνουν μουσική που να παίζει ασταμάτητα. Αυτό θα συννεφιάζει το μυαλό τους και θα αδυνατίζει την κοινωνία τους με τον Χριστό μέσω της προσευχής.

4. Γεμίστε τα τραπέζια τους με περιοδικά και εφημερίδες. Κάντε τους υπερκαταναλωτικά όντα, να αγοράζουν, να ξοδεύουν χωρίς να έχουν τίποτα από αυτά πραγματική ανάγκη. Να ασχολούνται, να ταλαιπωρούνται και να απομακρύνονται από τον Ιησού Χριστό.

5. Σφυροκοπάτε τα μυαλά τους ακατάπαυστα με ειδήσεις όλο το 24ωρο.

6. Γεμίστε τους δρόμους με διαφημιστικές αφίσες, ώστε να μην τους αφήνετε στιγμή σε ησυχία όσο οδηγούν ή περπατούν.

7. Πλημμυρίστε τα γραμματοκιβώτιά τους με άχρηστα διαφημιστικά, καταλόγους ρούχων, τυχερών παιχνιδιών και κάθε τι που προάγει ψεύτικες ελπίδες ευημερίας.

8. Βάλτε κοκαλιάρικα μοντέλα στα εξώφυλλα των περιοδικών και στην τηλεόραση ώστε οι άνδρες να θεωρούν αυτά ως πρότυπα ομορφιάς και να μην ικανοποιούνται με την εμφάνιση της γυναίκας τους.

9. Δώστε κούραση στις συζύγους ώστε τα βράδια να μην είναι σε θέση να χαρούν σαν ζευγάρια με τους άνδρες τους. Δώστε τους πονοκεφάλους ώστε οι άνδρες να έχουν παράπονα, πικρίες και να αρχίσουν να ψάχνουν αλλού για ευχαρίστηση. Αυτό θα διαλύσει γρήγορα τις οικογένειες.

10. Διαφημίστε τον Αϊ Βασίλη ώστε να κλέψετε την προσοχή των παιδιών από το αληθινό νόημα των Χριστουγέννων.

11. Το Πάσχα διαδώστε τα κουνελάκια και τα κόκκινα αυγά στη θέση του μηνύματος της Ανάστασης και της νίκης της αμαρτίας.

12. Ακόμα και στη διασκέδασή τους φέρτε τους στα άκρα. Όταν γυρίζουν από διακοπές να είναι πτώμα στην κούραση και να έχουν μετανιώσει για τις επιλογές τους.

13. Μην τους αφήνετε να βγαίνουν στη φύση και να παρατηρούν ό,τι ο Θεός έφτιαξε.

14. Αντί για αυτό, στέλνετέ τους σε λούνα παρκ, γήπεδα, κινηματογράφους, παιδότοπους και κονσέρτα.

15. Κρατάτε τους πάντα υπεραπασχολημένους. Να μη σκέφτονται, να μην αναζητούν, να μη προβληματίζονται.

16. Και όταν συναντώνται για πνευματική συντροφιά με άλλους πιστούς, κάντε ώστε να φεύγουν από κει με διαταραγμένη συνείδηση.

17. Δώστε τους να ασχολούνται με τόσους πολλούς ‘καλούς’ στόχους, που να μην έχουν χρόνο ούτε ανάγκη να εκζητήσουν τη δύναμη του Ιησού στη ζωή τους.

18. Σύντομα θα δουλεύουν ασταμάτητα για αυτόν το καλό σκοπό, που όμως ο Θεός δεν τους ανέθεσε, θυσιάζοντας την υγεία τους και την οικογένειά τους σ’ αυτόν με μεγάλη πιθανότητα να τα χάσουν και τα δύο.

Θα δουλέψει σίγουρα το σχέδιο αυτό.»

Οι δαίμονες έτρεξαν γρήγορα να βάλουν σε εφαρμογή όλα αυτά, ώστε οι Χριστιανοί να μην έχουν χρόνο για τον Σωτήρα τους.

Παράπονα στο Θεό

Ήταν κάποτε στην Παλαιστίνη ένας άνθρωπος πολύ πλούσιος. Είχε σπίτια, αμπέλια, χωράφια και περιβόλια, είχε κοπάδια πρόβατα κι οι κασέλες του ήταν γεμάτες χρυσά νομίσματα. Όμως όλα του τα αγαθά τα είχε αποκτήσει με αδικίες και τοκογλυφίες.
Είχε αφήσει στο δρόμο χήρες και ορφανά, είχε δανείσει σε φτωχούς με βαρύ τόκο, είχε ξεγελάσει άλλους πουλώντας τους σκάρτα εμπορεύματα, είχε πει ψέμματα, μόνο και μόνο για να κερδίσει λεφτά.

Στην πόλη του κανένας δεν τον συμπαθούσε. και μολονότι πάσχιζε να πνίξει τη φωνή της συνείδησής του, έρχονταν στιγμές, που οι αδικίες του τον τάραζαν και του έκοβαν τον ύπνο. Και έφτασε μια εποχή που τίποτα πια δεν τον ευχαριστούσε, ούτε τα εκλεκτά φαγιά, ούτε τα ακριβά ρούχα, ούτε οι διασκεδάσεις. τα δάκρυα και οι κατάρες των ανθρώπων που είχε αδικήσει, δεν τον άφηναν να ησυχάσει. Τον έτρωγαν οι τύψεις, τον έπνιγε η θύμηση των ανομημάτων του. Μη ξέροντας, λοιπόν, τι να κάμει, για να δώσει τέλος στο μαρτύριο του, αποφάσισε να ζητήσει τη συμβουλή ενός σοφού γέροντα, που μόναζε έξω από την πόλη.

Σάν έφτασε έξω από το κελλί, είδε τον μοναχό να προσεύχεται γονατιστός, ξεκουκίζοντας το κομποσχοίνι του. Ο πλούσιος παρατήρησε τη γαλήνη και την ακτινοβολία που είχε το πρόσωπό του γέροντα και για μια στιγμή τον ζήλεψε!
Χωρίς να το καλοκαταλάβει, γονάτισε δίπλα του.

«Άνθρωπε του Θεού, σε ικετεύω, ψιθύρισε, πες μου, πως μπορώ να σωθώ;

Από τί να σωθείς, αδελφέ μου; από τί ή από ποιόν κινδυνεύεις; Απάντησε ήρεμα ο μοναχός.

Δουλώθηκε η ψυχή μου στα υλικά αγαθά, παραδέχτηκε ο πλούσιος. Αδίκησα, εξαπάτησα, έκλεψα, συκοφάντησα, για να μαζέψω τα πλούτη που έχω και τώρα μου έχουνε γίνει βάρος ασήκωτο.

Καλά το είπες, αδελφέ μου: έχεις καταντήσει δούλος. Αναποδογύρισες τη σωστή τάξη των πραγμάτων, γι” αυτό.

Δεν καταλαβαίνω, πάτερ μου.

Τα υλικά αγαθά υπάρχουν, για να εξυπηρετείται ο άνθρωπος. τα χρήματα, τα χωράφια, τα αμπέλια και τα περιβόλια, τα ζωντανά, όλα είναι για να ικανοποιούνται οι ανάγκες του κάθε ανθρώπου, μέσα σε λογικά όρια. εσύ φαίνεται πως ξεπέρασες αυτά τα όρια. Δεν σου έφταναν τα δικά σου, έβαλες στο μάτι και τα αγαθά των άλλων.

Έγινες πλεονέκτης και αντί να αυξήσεις τα καλά σου με την τίμια δουλειά, άρχισες τις αδικίες. Από τη στιγμή εκείνη, υποδουλώθηκες! Αντί να εξουσιάζεις τα υπάρχοντά σου, σε εξουσίασαν εκείνα. Γίνανε η μοναδική σου φροντίδα. Κατάλαβες;

Ο πλούσιος κατέβασε το κεφάλι.

Και τώρα τί μπορώ να κάμω; ρώτησε.

Ο γέροντας σηκώθηκε, άνοιξε το σακκούλι του και έβγαλε ένα χειρογραμμένο βιβλίο.

Διάβασέ το με την ησυχία σου, είπε, και θα βρεις την απάντηση.

Περίεργος ο άνθρωπος, έριξε μια ματιά στον τίτλο του βιβλίου. «Σοφία Σολομώντος», έγραφε.

Ευχαρίστησε το γέροντα και γύρισε στο σπίτι του. Χωρίς χρονοτριβή, άρχισε να μελετά το βιβλίο. σε μια σελίδα διάβασε πώς, όποιος ελεεί φτωχό, δανείζει στο Θεό. Εντυπωσιάστηκε. Σκέφτηκε, λοιπόν, να εφαρμόσει τα λόγια του Σολομώντα, ώστε να έχει απολαβή από τον Θεό. Πούλησε τα υπάρχοντά του όλα και μοίρασε τα χρήματα στους φτωχούς, κρατώντας για τις δικές του ανάγκες μόνο τέσσερα νομίσματα. Έτσι, από πλούσιος που ήταν, κατάντησε φτωχός. «Δάνεισα στο Θεό», σκεφτόταν, «σίγουρα θα μου επιστρέψει το δάνειο και μάλιστα με τόκο».

Ωστόσο περνούσε ο καιρός και δέν έβλεπε καμιά απολαβή. Ζούσε φτωχικά. Τώρα είχε λιγότερες σκοτούρες κι η ευγνωμοσύνη των φτωχών γέμιζε την ψυχή του με πρωτόγνωρη χαρά. ο κόσμος άρχισε να τον συμπαθεί. Αλλά, βέβαια, όλα αυτά δεν τα θεωρούσε ανταπόδοση του Θεού. και πολύ ύπουλα άρχισε να τον βασανίζει η ιδέα ότι ο Θεός τον ξεγέλασε. «Άδικα μοίρασα τα καλά μου», συλλογιζότανε, «τί κέρδισα;»

Γι” αυτό αποφάσισε να πάει στα Ιεροσόλυμα, να προσκυνήσει, και εκεί, στην Αγία Πόλη, να πει τα παράπονά του στο Θεό. Στο δρόμο πέρασε και από τον γέροντα, για να του επιστρέψει το βιβλίο. Με την ευκαιρία του φανέρωσε και τις σκέψεις του σχετικά με τις απολαβές, που περίμενε από το μεγαλοδύναμο.

Και ίσαμε σήμερα δεν είδα τίποτα, συμπλήρωσε απογοητευμένος. Ο γέροντας χαμογέλασε αινιγματικά, χωρίς να κάμει κανένα σχόλιο. Κούνησε μόνο το κεφάλι του και του ευχήθηκε καλό ταξίδι.

Μια μέρα προτού φτάσει στα Ιεροσόλυμα, στη στροφή του χωματόδρομου που κατηφόριζε προς την πόλη, σταμάτησε απότομα, ξαφνιασμένος από ένα άγριο θέαμα: δυο άντρες μάλωναν. Χτυπούσαν ο ένας τον άλλο με μανία.

Κλωτσούσαν, γρονθοκοπούσαν, βλαστημούσαν κι έβριζαν. Πλησίασε πολύ δισταχτικά, ξέροντας πόσο επικίνδυνος είναι καμιά φορά ο οργισμένος άνθρωπος. Ανάμεσα στις φωνές και στις βρισιές μπόρεσε να ξεχωρίσει τις λέξεις, «δικό μου», «όχι δικό μου».

Αμέσως κατάλαβε πως εκείνοι οι δύο καυγάδιζαν για κάποιο πράγμα. Κάποια στιγμή, που σταμάτησαν να χτυπιούνται, εξαντλημένοι, ματωμένοι, με τα ρούχα σχισμένα και την όψη αγριωπή, τόλμησε να πλησιάσει περισσότερο.

Γιατί μαλώνετε, αδελφοί; τους φώναξε.

Τότε μόνο αντιλήφθηκαν την παρουσία του.

Από που ξεφύτρωσες εσύ; τον αποπήρε ο ένας και τι σε νοιάζει αν μαλώνουμε;
Δεν είναι δική μου δουλειά, βέβαια, αποκρίθηκε φοβισμένος ο άνθρωπος, ωστόσο σκέφτηκα μήπως μπορώ να σας βοηθήσω να λύσετε τη διαφορά σας.

Μαλώνουμε για τούτο “δω, είπε ο δεύτερος κι έπιασε από χάμω ένα κουβαριασμένο κουρέλι. Το ξετύλιξε και φάνηκε ένα λαμπερό πετράδι.

Έχω μια ιδέα, είπε τότε ο άνθρωπος. Γιατί δεν μου το πουλάτε και να μοιράσετε τα λεφτά; Έτσι κι αλλιώς το πετράδι δεν κόβεται στα δυό.

Οι άλλοι το σκέφτηκαν λίγο και τελικά δέχτηκαν να το πουλήσουν.

Πόσα θα μας δώσεις; ρώτησαν.

Τέσσερα νομίσματα. Είναι καλή τιμή.

Σύμφωνοι.

Πήραν από δυό νομίσματα ο καθένας, πήρε και ο άνθρωπος το πετράδι και συνέχισε το ταξίδι του. Μόλις έφτασε στα Ιεροσόλυμα, έτρεξε αμέσως στο χρυσικό. Του έδειξε το πετράδι.

Τό 'χω για πούλημα, είπε.

Ο χρυσικός το παρατήρησε καλά καλά και δεν έκρυψε το ενδιαφέρον του.

Δεν ξέρω, βέβαια, πως έπεσε στα χέρια σου, άνθρωπέ μου, είπε, αλλά ξέρω με σιγουριά ότι εδώ κι ένα χρόνο όλη η πόλη μας ψάχνει για τούτο “δω το πετράδι. Έχει πέσει από την καλή φορεσιά του Αρχιερέα. Πήγαινέ του το κι έκαμες την τύχη σου!

Απίστευτο! μονολογούσε ο άνθρωπος, καθώς τριγύριζε στα Ιεροσόλυμα, ρωτώντας για το σπίτι του Αρχιερέα. Κι ενόσω εκείνος τριγύριζε, άγγελος Κυρίου παρουσιάστηκε στον Αρχιερέα:

Δέξου τον άνθρωπο που θα παρουσιαστεί σε λίγο στην πόρτα σου, πάρε αυτό που θα σου δώσει και δώσε του εσύ όσα σου ζητήσει κι ακόμη περισσότερα. Κι όταν φεύγει, ράπισέ τον.

Αυτά πρόσταξε ο άγγελος κι εξαφανίστηκε.

Σε λίγο εμφανίστηκε ο άνθρωπος με το πετράδι. Ο Αρχιερέας χάρηκε πολύ που ξαναβρήκε το μικρό του θησαυρό και δόξασε το Θεό. Πρόσφερε στον άνθρωπο πολλά χρυσά νομίσματα και πλούσια δώρα και καθώς εκείνος ετοιμαζόταν να φύγει λέγοντας ευχαριστίες, ο Αρχιερέας σηκώθηκε και του άστραψε ένα γερό χαστούκι.

Ο άνθρωπος τα έχασε. Ταράχτηκε, κοκκίνησε, παρά λίγο να βάλει τα κλάματα.

Γιατί με χτύπησες; ψέλλισε.

«Έτσι με πρόσταξε ο άγγελος κι αναρωτιέμαι γιατί.

Ο άνθρωπος στάθηκε συλλογισμένος. Στο χέρι κρατούσε το πουγγί με τα νομίσματα, γύρω του στο πάτωμα τα δώρα περίμεναν να τα σηκώσει. Ήταν πάλι πλούσιος, η ανταπόδοση χειροπιαστή, μπροστά του. Κι ήρθε σάν αστραπή στο νου του ο καιρός της ανυπομονησίας και της αμφιβολίας.

Δέν έδειξα αρκετή εμπιστοσύνη στο Θεό, εξήγησε στον Αρχιερέα. Θαρρώ πως μου άξιζε το χαστούκι… και πάλι λίγο ήταν, συμπλήρωσε χαμηλόφωνα.

Ψάχνεις να βρείς αγίους μέσα στον κόσμο;

πενασα γρ κα δκατ μοι φαγεν, δψησα κα ποτσατ με, ξνος μην κα συνηγγετ με, γυμνς κα περιεβλετ με, σθνησα κα πεσκψασθ με, ν φυλακ μην κα λθετε πρς με… (Ευαγγελιστής Ματθαίος κε΄ 31-46).

-Το περασμένο καλοκαίρι περίμενα το τραίνο στον σταθμό ενός μικρού χωριού.

Εκεί που καθόμουνα, βλέπω μια γερόντισσα χωρική που ήταν κοντά στις σιδηροδρομικές γραμμές. Την πλησιάζω.

Το πρόσωπό της – αν και γερασμένο –έλαμπε με μια μυστική λάμψη, όπως συμβαίνει στους πνευματικούς ανθρώπους. Και την ρωτάω:

-Ποιόν περιμένεις, αδελφή;

-Ε, ε, όποιον μου στείλει ο Χριστός.

Στην συνέχεια του διαλόγου που είχαμε, κατάλαβα ότι συνέβαινε το εξής:

Κάθε μέρα η γριούλα αυτή ερχόταν στον σταθμό, για να δει, αν υπάρχει κάποιος φτωχός ταξιδιώτης, που θα είχε ανάγκη στέγης και τροφής. Και, όταν έβρισκε κάποιον, τον δεχόταν με χαρά. Και τον φιλοξενούσε στο σπίτι της, σαν να τον είχε στείλει ο Χριστός. (Το σπίτι της απείχε από τον σταθμό ένα χιλιόμετρο μακρυά).

Ακόμη κατάλαβα ότι καθημερινά διάβαζε την Αγία Γραφή και πήγαινε στις ακολουθίες της Εκκλησίας. Επίσης νήστευε και αγωνιζόταν να εφαρμόζει όλες τις εντολές του Θεού.

Δεν ήταν λοιπόν αυτή μία μικρή αγία;

Στο τέλος της συζητήσεως πήγα να την επαινέσω για την προθυμία της, να ασκεί σε τέτοιο βαθμό την ευαγγελική αρετή της φιλοξενίας. Δεν με άφησε όμως να τελειώσω. Και μου είπε τα εξής λόγια:

– Μήπως και εμείς, πάτερ μου, δεν είμαστε δικοί του φιλοξενούμενοι σ’ αυτόν τον κόσμο, κάθε ημέρα και σε όλη μας την ζωή;

Και έλαμψε περισσότερο το πρόσωπό της.

Ω ελεήμονες και χρυσές ψυχές του λαού μας! Πολλές φορές ντρέπομαι όταν με αποκαλείτε διδάσκαλο του Θεού.

Αντίθετα δεν θα ντρεπόμουν ποτέ, αν με αποκαλούσατε μαθητή του λαού μας!

Ο ιερέας, οι μασκαράδες και η μετάνοια
«Πώς αγριεύουν έτσι οι άνθρωποι; Πώς με μιάς αφήνονται έρμαια στις ροπές καί στίς τάσεις τής φθαρτής ανθρώπινης τους φύσης;

Πώς κατάντησε απόψε αυτή η ήσυχη επαρχιακή πόλη; Θαρρείς καί δέν τήν κατοικούν άνθρωποι αλλά ανθρωπόμορφα τέρατα πού άλλος μέ κεφάλι γαιδάρου, άλλος λιονταριού, άλλος πιθήκου τρέχουν νά προλάβουν νά γλεντήσουν, νά μεθύσουν, νά άμαρτήσουν όσο γί­νεται περισσότερο.

Γιατί τις προάλλες ήταν Τσικνοπέμπτη καί γέμισε ή πόλη μασκαράδες. Απόψε κάθε λογικός άνθρωπος δέν ξεμυτίζει από τό σπίτι του».

Αυτά σκεφτότανε ό παπα-Θανάσης, καθώς έμπαινε ατό σπίτι του γυρνώντας από τό ναό.

- ’Α, παπαδιά μου, τό κακό παράγινε! Ο Θεός νά μας συγχωρέσει, είπε στή γυναίκα του, μόλις μπήκε μέσα. Εκείνη τόν κοίταξε μέ κατανόηση.

- Ο Θεός νά μας φυλάει, είπε καί άρχισε νά ετοιμάζει τό βραδινό φαγητό.

Στό σπίτι του παπα-Θανάση, περασμένα πιά τά μεσάνυχτα, επικρατεί ησυχία. Τά παιδιά καί ή παπαδιά είχαν ήδη κοιμηθεί κι ό παπα-Θανάσης ετοιμαζότανε καί κείνος νά πάει γιά ύπνο, όταν ακούστηκε τό κουδούνι τής πόρτας. Τινάχτηκε μέσα στόν ύπνο της η παπαδιά καί βρέθηκε δίπλα στόν παπα-Θανάση.
- Μην ανοίγεις τέτοια νύχτα, πάτερ μου! τόν παρακάλεσε φοβισμένη.
- Γιατί φοβάσαι; τήν καθησύχασε εκείνος. Είναι η πρώτη φορά πού μάς κτυποϋν τέτοια ώρα τήν πόρτα; Αφού τό ξέρεις τό σπίτι του Ιερέα διανυκτερεύει κάθε βράδυ.
- Ναι, μά απόψε…
Της χαμογέλασε ό παπα-Θανάσης καί άνοιξε τήν πόρτα.
- Πάτερ μου, μέ συγχωρείτε πού ήρθα τέ­τοια ώρα, όμως ή μάνα μου πεθαίνει καί ζητά νά έξομολογηθεί καί νά κοινωνήσει.
‘Ο άνθρωπος πού στεκόταν μπροστά του, παρό­λο πού ήταν άντρας, έτρεμε ολόκληρος κι άφηνε τά δάκρυά του δίχως ντροπή νά τρέχουν.
- Πήγαινε εσύ κοντά της, παιδί μου, καί γώ πάω ώς τήν εκκλησία νά πάρω τή θεία Κοινωνία καί έρχομαι αμέσως.
’Έφυγε ό άντρας αφήνοντας στόν παπα-Θανάση τή διεύθυνσή του.
- Που θά πας, πάτερ μου, μόνος σου τέτοια ώρα, μιά τέτοια νύχτα; Δέ φοβάσαι; Γιατί δέν τόν κρατούσες νά πάτε συντροφιά;»
Ή παπαδιά μιλούσε καί κείνος τήν κοίταζε αυστηρά.
- Μόνος είπες, παπαδιά, μόνος; Κι ό Κύριος πού θά κουβαλάω στά χέρια μου;’Ά, παπαδιά μου, κάτι σ’ έχει πιάσει απόψε καί δέ μιλάς γνωστικά.
Ντύθηκε ό παπα-Θανάσης καί βγήκε στό δρό­μο. Ξέχασε πώς ήταν νύχτα Τσικνοπέμπτης. Δέν τόν άπασχολούσαν καθόλου οί μασκαράδες πού έβλεπε γύρω του. Ένα μόνο τόν απασχολούσε, νά προλάβει νά δώσει τό «φάρμακο τής αθανασίας» στην ετοιμοθάνατη.
Πήρε με δέος στά χέρια του τό Σώμα καί τό Αίμα του Χρίστου καί ξαναβγήκε στό δρόμο. Δέν κοιτούσε ούτε δεξιά ούτε αριστερά. Μόνο έτρεχε νά προλάβει. Σέ μιά στροφή του δρόμου ακούσε γέλια καί φωνές. Κάποιος φώναξε κοροϊδευτικά: «Τήν ευχή σου Δέσποτα!», μά δέν γύρισε νά κοιτάξει. Καί τότε, δέν κατάλαβε πως, βρέθηκε κυκλωμένος από μιά παρέα μασκαράδων, πού προσπαθούσαν νά τόν σταματήσουν.
- Συνάδελφε, που πάμε;
Ένας νεαρός μασκαρεμένος σέ παπά, μέ χνώτο πού μύριζε ποτό, στεκόταν μπροστά του κρατώντας στό χέρι ένα σταυρό. Τα’ χασε ό παπα-Θανάσης καί πριν προλάβει νά πει τίποτα, δέχτηκε τήν επίθεση όλου του τσούρμου. Άλλος τόν τραβούσε άπό τά ράσα κι άλλος του έβγαζε τό καλυμμαύχι.
‘Ο παπα-Θανάσης έσφιξε στό στήθος του τ’ άχραντα Μυστήρια καί προσπάθησε νά τούς μι­λήσει, μά κανένας δέν άκουγε. Κάποιος τότε του τράβηξε τή γενειάδα καί -σάν νά τόν κτύπησε ηλεκτρικό ρεϋμα- άρχισε νά φωνάζει;
- Είναι αληθινός, ρέ, είναι αληθινός!
Ή παρέα κοκκάλωσε στή θέση της κι ό παπα- Θανάσης, μέ τό πρόσωπο μουσκεμένο από τόν ιδρώτα της αγωνίας καί τά δάκρυα του, τούς κοίτα­ξε χωρίς νά μιλα.
- Συγγνώμη, πάτερ! είπε εκείνος που του τρά­βηξε τή γενειάδα. Νομίζαμε πώς ήσασταν ψεύτικος σάν κι αύτόν καί…
- Σας είδαμε καί τέτοια ώρα έξω καί ήμασταν σίγουροι πώς ήσασταν μασκαρεμένος. Συγχωρέστε μας! είπε ένας άλλος.
- Πάω νά κοινωνήσω μιά ετοιμοθάνατη, παιδιά μου.’Ο θάνατος δέν έχει ώρες κατάλ­ληλες καί ακατάλληλες κι εγώ τρέχω νά τόν προλάβω. Καί σύ, παιδί μου, βγάλε τά ράσα τά τιμημένα. Μην αμαρτάνεις άλλο ρεζιλεύοντάς τα. Είναι πολύ ιερό τό ράσο, γιά νά μασκαρεύεσαι μ’ αυτό. Τραβάτε στά σπίτια σας, παιδιά μου, κι ό Θεός νά σας συγχωρέσει.
Άνοιξε τό βήμα του ό παπα-Θανάσης, γιά νά κερδίσει τό χαμένο χρόνο. Ήταν πικραμένος ώς τά κατάβαθά του. Τόσο πολύ, λοιπόν, χάλασαν σι άνθρωποι, ώστε μασκαρεύονται καί Ιερείς;
- Πάτερ, Πάτερ!
Ή φωνή πού έφτασε στά αυτιά του ήταν γεμά­τη αγωνία. Σταμάτησε καί περίμενε. Ένας νεαρός κατακόκκινος από τήν τρεχάλα καί τήν ντροπή έφτασε κοντά του λαχανιασμένος.
- Πάτερ! Είμαι κείνος πού ντύθηκε παπάς. Τό έκανα εντελώς απερίσκεπτα, πάτερ και… καί θέλω νά ’ρθω μαζί σας στό σπίτι της έτοιμοθάνατης. Δέν… δέν θέλω νά σας πάρουν κι άλλοι γιά ψεύτικο…
Ό παπα-Θανάσης του έκανε νόημα νά τόν ακολουθήσει. Στά χέρια του ό νεαρός κρατούσε τό σταυρό πού είχε μαζί του. Μπήκαν στό σπίτι τής ετοιμοθάνατης σιωπηλοί.
- Χαίρομαι, πάτερ, πού βρήκατε καί παπαδάκι καί δέν ήρθατε μόνος, είπε ό αντρας πού τόν είχε καλέσει.
Ό νεαρός ξανακοκκίνησε καί κοίταξε μέ αγωνία τόν παπα-Θανάση.
Ναι, ό Θεός μου τόν έστειλε, είπε εκείνος καί τά λόγια του καρφώθηκαν στήν καρδιά του νεαρού.
- Πάτερ, δέν θά σας εγκαταλείψω ποτέ, έλεγε ό νεαρός λίγη ώρα αργότερα, όταν ό παπα-Θανάσης κλείδωνε τό ναό, αφήνοντας ξανά μεσα τό Σώμα καί τό Αίμα του Χριστού, θά γίνω ό βοη­θός σας, τό παπαδάκι σας.’Ίσως έτσι μέ συγχω­ρήσει ό θεός γιά τήν ιεροσυλία πού έκανα.
-’Αμποτε, παιδί μου, νά τό φορέσεις τό ράσο κι αληθινά, είπε ό παπα-Θανάσης καί τόν ευλόγησε με τά δυό του χέρια, εκείνα πού πριν από λίγο κρατούσαν τόν Ίδιο τόν Κύριο. Καί παράξενο ό παπα-Θανάσης είχε τή σιγουριά πώς αύτό θά γινό­ταν κάποια μέρα! Καί ακόμα πιό παράξενο τήν ίδια σιγουριά ένιωθε μέσα του κι ό νεαρός…

Τα άλογα ζώα, συχνά σέβονται περισσότερο από τον άνθρωπο

Κάποτε η Παναγία μας, με τον Άγιο Ιωσήφ και τον μικρό Ιησού, ανέβαιναν στα Ιεροσόλυμα από την Ναζαρέτ, για την εορτή του Πάσχα. Πέρασαν και από την Βηθλεέμ, απ’ όπου καταγόταν ο Ιωσήφ, για να συναντήσουν κάποιους συγγενείς του. Λίγο έξω από την πόλι συνάντησαν ένα χωρικό, ο οποίος αλώνιζε ρεβίθια. 
Όπως λέει η παράδοσι, τα ζώα, όταν έβλεπαν την Κυρία Θεοτόκο με τον Χριστό στην αγκαλιά της, έμεναν ακίνητα μέχρι να περάσουν. Έτσι και τα άλογα, που βοηθούσαν τον χωρικό στο αλώνισμα, μόλις είδαν την Παναγία μας και τον Ιησού, σταμάτησαν να δουλεύουν και έμειναν ακίνητα. 
Η Παναγία μας χαιρέτησε τον χωρικό και τον ρώτησε, τι αλωνίζει. Θυμωμένος εκείνος που τα ζώα του είχαν σταματήσει να δουλεύουν, απάντησε απότομα:

-Πέτρες αλωνίζω. 

Μόλις είπε αυτά τα λόγια, τα ρεβίθια έγιναν πέτρες και εκεί βρίσκονται μέχρι σήμερα. 

Πραγματικά το αλώνι με τα πέτρινα ρεβίθια σώζεται ανέπαφο μέχρι σήμερα και μπορεί να το δη κάποιος στον δρόμο, που οδηγεί από την Ιερουσαλήμ στην Βηθλεέμ.

Ο Αββάς Ζήνων και ο Νηστευτής

Σέ μια κωμόπολη ζούσε κάποιος πού τόσο πολύ νήστευε, ώστε όλοι να τον διαφημίζουν σαν μεγάλο νηστευτή. Ή φήμη του έφθασε καί στον άββά Ζήνωνα. Τότε ό άββάς τον κάλεσε κο­ντά του. Εκείνος ήρθε. Χαιρετήθηκαν καί κάθησαν. Ό άββάς άρχισε το εργόχειρο του καί ή ώρα περνούσε σε απόλυτη σιω­πή. Ό νηστευτής, μη μπορώντας να μιλήση, άρχισε να στενοχωρήται καί ν’άδημονή. Στό τέλος δεν άντεξε καί είπε:

– Εύχήοου για μένα, άββά, γιατί θέλω να φύγω.

– Γιατί; τον ρώτησε εκείνος.

– Νιώθω σφίξιμο στην καρδιά μου καί δεν ξέρω τι συμβαίνει.

Όταν ήμουν στον κόσμο νήστευα μέχρι το βράδυ καί δεν ένιω­θα καμμιά δυσκολία. Εδώ στην έρημο δεν αντέχω.

– Στόν κόσμο, του άπαντα ό άββάς, από τα αυτιά σου τρεφό­σουν. Σέ έτρεφαν οι έπαινοι των ανθρώπων. Πήγαινε λοιπόν καί,όπως οι άλλοι, να κάνης κάθε μέρα ενάτη (δηλ. να γευματίζης μια φορά στις τρεις το απόγευμα).
Ό νηστευτής πήγε στον κόσμο καί με δυσκολία καί θλίψι περί­μενε την ώρα του φαγητού, ενώ άλλοτε με ευκολία νήστευε μέχρι το βράδυ. Το διαπίστωσαν αυτό οι γνωστοί του καί έλε­γαν μεταξύ τους:

– Φαίνεται ότι δαιμόνιο τον κυρίευσε.

Λυπημένος εκείνος πήγε στον άββά Ζήνωνα καί του περιέ­γραψε τη νέα κατάστασι. Καί ό γέροντας του είπε:

– Αυτός είναι ό σωστός δρόμος. Αυτό είναι το θέλημα του Θεού. Μακριά από τους επαίνους να εργάζεσαι μυστικά καί με κόπο την αρετή.

"Πάω να βάλω λογισμούς στους μοναχούς"

Πηγαίνοντας να επισκεφθεί μια Σκήτη ο Όσιος Μακάριος, συνάντησε στο δρόμο το διάβολο φορτωμένο μ΄ ένα παράξενο φορτίο να πηγαίνει κι εκείνος προς τα εκεί.

- Για πού ; τον ρώτησε ο Όσιος.

- Πάω να βάλω λογισμούς στους Μοναχούς, αποκρίθηκε μ΄ αναίδεια εκείνος.

- Και τί είναι αυτά που κουβαλάς μαζί σου ;

- Τα γεύματα που θα τους προσφέρω.

- Τόσα πολλά ; απόρησε ο Όσιος.

- Βέβαια. Αν δεν ικανοποιούνται με το ένα, έχω άλλο έτοιμο κι αν δεν τους αρέσω κι αυτό τους δίνω τρίτο. Ένα απ΄ όλα θα είναι του γούστου τους.

- Έχεις πολλούς εκεί που σε ακολουθούνε ; ρώτησε με φρίκη ο Αββάς.

- Όχι, αναγκάστηκε να ομολογήσει ο διάβολος. Οι περισσότεροι έχουν αγριέψει εναντίον μου. Έχω όμως κι ένα καλό φίλο.

- Πώς ονομάζεται ; ρώτησε με ενδιαφέρον ο Όσιος.

- Θεόπεμπτος, αποκρίθηκε ο διάβολος και τράβηξε βιαστικός το δρόμο του.

Συλλογισμένος απ΄ όσα άκουσε ο Αββάς Μακάριος, ανέβηκε στη Σκήτη. Οι αδελφοί του έκαναν θερμή υποδοχή και καθένας φιλοτιμήθηκε να τον προσκαλέσει στη καλύβα του, Ο Όσιος όμως ζήτησε τον Θεόπεμπτο και τον παρακάλεσε και τον παρακάλεσε να τον φιλοξενήσει. Σαν έφτασαν στο κελλί του, τον ρώτησε πώς περνούσε.

- Καλά με την ευχή σου Αββά, αποκρίθηκε εκείνος.

- Δε σε πειράζουν οι λογισμοί ;

- Ο Θεόπεμπτος δίστασε λίγο. Ντρεπόταν να φανερώσει στον Όσιο πώς δεχόταν ακάθαρτους λογισμούς.

- Καλά πηγαίνω, ψιθύρισε, προσπαθώντας να φανεί αδιάφορος.

- Άχ, αδελφέ μου ! Αναστέναξε βαθιά ο Όσιος. Εγώ, τόσα χρόνια Ασκητής και γηρασμένος πια, πειράζομαι από σαρκικούς λογισμούς κι ας με τιμούν οι άνθρωποι.

Ο Θεόπεμπτος πήρε θάρρος από τα λόγια του Οσίου και του φανέρωσε το δικό του πόλεμο. Εκείνος τότε τον συμβούλεψε πώς ν΄ αντιστέκεται στους κακούς λογισμούς κι αφού του έδωσε τον κανόνα που έπρεπε, έφυγε να γυρίσει στο κελλί του. Στο δρόμο βρήκε πάλι το διάβολο, αλλά τώρα πολύ κατσουφιασμένο.

- Τί νέα ; τον ρώτησε ο Αββάς.

- Πολύ άσχημα, αποκρίθηκε εκείνος. Όλοι οι Μοναχοί μου εναντιώνονται και πιο πολύ ο παλιός μου φίλος. Γι΄ αυτό κι εγώ ορκίστηκα για πολύ καιρό να τους αφήσω απείραχτους για να γίνουν αμέριμνοι, σαν πρώτα.

Έφριξε ο Όσιος με την πανουργία του διαβόλου και παρακάλεσε θερμά τον Κύριο να προφυλάει απ΄ αυτή το ποίμνιό Του.

Σ’ ευχαριστώ Θεέ μου

Η γιαγιά μου, από την πλευρά του πατέρα μου, σε όλη της τη ζωή ήταν μια απλή χωρική από τη Συρία, που δεν ήξερε ούτε να γράφει, ούτε να διαβάζει.

Ήταν όμως ειλικρινά θρήσκα. Ότι έκανε είχε πάντοτε το όνομα του Θεού στα χείλη της. Aλλά δεν ανέφερε μόνο το Όνομά Του.

Έλεγε τουλάχιστον εκατό φορές την ημέρα: «Σ’ ευχαριστώ Θεέ μου»!… Καί όχι μόνο όταν της συνέβαινε κάτι καλό.

Αν η σούπα χυνόταν καθώς έβραζε και πάλι έλεγε: «Σ’ ευχαριστώ Θεέ μου. Σ’ ευχαριστώ. Σ’ ευχαριστώ Θεέ μου»!

Τη ρώτησα κάποτε γιατί ευχαριστούσε τον Θεό για κάτι κακό.

Γέλασε και μου είπε ότι αν κάτι κακό συμβαίνει είναι γιατί έχουμε ξεχάσει τη σύνδεσή μας με τον Θεό. Εκείνη την εποχή το βρήκα αυτό πολύ παράξενο, έστω κι αν εκείνη επέμενε να κάνω κι εγώ το ίδιο.

Κάποτε, έγδαρα το γόνατό μου κι εκείνη μου είπε να πω: «Σ’ ευχαριστώ Θεέ μου»!

Κατά περίεργο τρόπο αυτές οι λέξεις είχαν αποτέλεσμα και ένοιωσα καλύτερα το γόνατό μου. Όταν έγινα πέντε χρονών πήγα στο σχολείο. Προερχόμουν από έγχρωμη φυλή και τα γαλανομάτικα και ξανθόμαλλα παιδιά με κορόιδευαν συνήθως. Επειδή το χρώμα μου ήταν σκούρο, το παρατσούκλι μου ήταν «ο Αράπης». Μισούσα το σχολείο και παρακαλούσα τους γονείς μου να μην με αναγκάζουν να πηγαίνω.

Ένοιωθαν άσχημα για μένα, αλλά δεν μπορούσαν και να με προστατέψουν για πάντα. Τότε, η Σίτου μου (η Συριακή λέξη για τη γιαγιά) άκουσε τι μου συνέβαινε και μου είπε ότι έπρεπε να λέω: «Σ’ ευχαριστώ Θεέ μου», κάθε φορά που τα παιδιά με έβριζαν. Εκείνη τη στιγμή θεώρησα ότι επρόκειτο για την πιο ανόητη ιδέα που είχα ακούσει ποτέ μου. Λίγες μέρες όμως αργότερα, όταν ένα ολόκληρο τσούρμο παιδιών άρχισε να φωνάζει: «Αράπη, Αράπη, Αράπη», συνέβη κάτι: Συγκρατούσα τα δάκρυά μου, προσπαθώντας με όλες τις δυνάμεις του κορμιού μου, να μη φανώ μυξιάρικο και να μην τους επιτρέψω να με δούν να κλαίω. Αλλά δεν μπορούσα να συγκρατηθώ.

Τα δάκρυα θα ξεσπούσαν οπωσδήποτε. Τότε θυμήθηκα τα λόγια της Σίτου μου: «Σ’ ευχαριστώ Θεέ μου»! Άρχισα να τα επαναλαμβάνω σιωπηλά μέσα μου: «Σ’ ευχαριστώ Θεέ μου. Σ’ ευχαριστώ Θεέ μου»! Κι αυτό βοήθησε. Δεν ξέρω τι ακριβώς συνέβη, αλλά τα δάκρυα εξαφανίστηκαν. Ξαφνικά έπαψα να νοιάζομαι τόσο πολύ για το τι σκέφτονταν για μένα. Ίσως αυτό συνέβη γιατί ένοιωσα, ότι είχα κι εγώ τώρα ένα φίλο: τον Θεό. Όλα αυτά έγιναν εδώ και πολλά χρόνια. Από τότε, έχω γίνει ένας επιτυχημένος σεναριογράφος. Έχω ταξιδέψει σε όλον τον κόσμο κι έχω συναντήσει εκατοντάδες θαυμάσιους ανθρώπους.

Η ζωή μου είναι ωραιότερη από ότι θα μπορούσα ποτέ να φανταστώ. Καί σε όλη μου τη ζωή συνεχίζω πάντα να λέω: «Σ’ ευχαριστώ Θεέ μου»! Ορισμένες φορές το λέω εκατό φορές την ημέρα, ακριβώς όπως έκανε η αγαπημένη μου γιαγιά. Νιώθω και τώρα την ανάγκη να το πω: «Σ’ ευχαριστώ Θεέ μου. Σ’ ευχαριστώ Θεέ μου. Σ’ ευχαριστώ Θεέ μου»!

Ενας αφανής άγιος Ιερεύς

Γράμματα πολλά δεν έμαθε, με δυσκολίες τελείωσε το σχολαρχείο της εποχής εκείνης, βαδίζοντας καθημερινώς δύο και πλέον ώρες για την πλησιέστερη κωμόπολη, ο Ευθύμιος.

Από μικρός αγαπούσε την Εκκλησία βοηθώντας σαν παπαδάκι τον ευλαβή παππού του στην ψαλτική. Έτσι έμαθε την τάξη της Εκκλησίας και συγχρόνως να ψάλλει. Κι όταν έφυγε για την άλλη ζωή ο παππούς, έμεινε μοναδικός ψάλτης της Εκκλησίας ο Ευθύμιος.

Έτσι τον συνάντησε σε μία περιοδεία του ο Επίσκοπος της περιοχής. Ώριμος πλέον ο Ευθύμιος, καλός οικογενειάρχης με τρία παιδιά έως τότε, και επειδή ο ιερεύς του χωριού λόγω γήρατος και ασθένειας απεχώρησε, οι χωρικοί ζητούν ιερέα από τον Επίσκοπο.

Και ποιον προτείνετε για παπά εσείς; Ρωτά ο Δεσπότης και όλοι σχεδόν με ένα στόμα λέγουν: «τον ψάλτη μας». Έτσι με τις πιέσεις των χωρικών και την εμμονή του Επισκόπου και παρά τις διαμαρτυρίες του Ευθυμίου, ότι θεωρεί τον εαυτό του ανάξιο και ακατάλληλο για ένα τόσο μεγάλο Υπούργημα, χειροτονήθηκε ιερεύς του χωριού προς χαράν όλου του χωριού. Τώρα, πλέον εκτελούσε τα ιερατικά του καθήκοντα. Κάθε πρωί και βράδυ, με φόβο Θεού κτυπούσε την καμπάνα κάνοντας τον Όρθρο και τον Εσπερινό. Πράος, καλοσυνάτος, αγαπητός προς όλους, αφιλοχρήματος αρκείτο στον μικρό μισθό του και στα λίγα έσοδα που απεκόμιζε, όταν καλλιεργούσε τα χωράφια του. Ως και για μεροκάματο πήγαινε, για να θρέψει την πολυμελη οικογένειά του, έξι παιδιά τώρα.

O Επίσκοπος, εκτιμώντας την σύνεσή του και την καλή του φήμη, τον έκανε και πνευματικό. Ένα πλήθος κόσμου από το χωριό και τα γύρω χωριά πήγαιναν για εξομολόγηση στον πατέρα Ευθύμιο. Και το κήρυγμα δεν παρέλειπε κάθε Κυριακή διαβάζοντας από κάποιο ορθόδοξο περιοδικό μια σύντομη όμιλία. Αλλά και τα παιδιά, για να τα συγκεντρώνει στο κατηχητικό, ειχε ένα δικό του τρόπο, με τραγούδια και ψαλμωδίες, με καραμέλες και λουκούμια και εικονίτσες.

Να και ένα γεγονός, όπου φάνηκε το μεγαλείο της ψυχής του. Γείτονα στο χωράφι του είχε έναν πλεονέκτη και καταπατητή, τον κύρ Γιάννη, ο οποίος δεν δίστασε να μεταθέσει τον πρόχειρο φράχτη που χώριζε τα σύνορα και να του πάρει μια λωρίδα από το χωράφι του, το ίδιο έκανε και τον δεύτερο χρόνο. Τί να κάνει τώρα, σκέφτηκε ο πατήρ Ευθύμιος. Αν του πεί κάτι, θα αρχίσει τις βλαστήμιες και τις βρισιές, δεν έπαιρνε από λόγια, όπως το έκανε και με άλλους γείτονες. Τα αφήνω στα χέρια του Θεού, είπε στην πρεσβυτέρα του και στον μεγάλο γιό του που διαμαρτύρονταν. Και να, ένα πρωί λέγει στον μεγαλύτερο γιό του: Πάμε στο χωράφι μας να τακτοποιήσουμε το φράκτη στο σύνορο.

Αφού έφτασαν στο χωράφι, λέγει στον γιο του: Πάρε τον συρμάτινο φράχτη και να τον μεταθέσεις ακόμη ένα περίπου μέτρο, αφήνοντας στον γείτονα μια λωρίδα από το χέρσο χωράφι του. Έκπληκτος ο γιός του άρχισε να διαμαρτύρεται: Πατέρα, εσύ θα χαρίσεις, όπως πάς, όλο το χωράφι στον γείτονα. Κάνε όπως σου είπα, παιδί μου, έχω τον λόγο μου εγώ, μην στεναχωρείσαι. Και επέστρεψαν πάλι στο σπίτι τους. Την άλλη μέρα το πρωί να σου ο κύρ Γιάννης στο σπίτι του παπά.

— Καλημέρα παπαδιά. Έτσι ανήσυχος και ταραγμένος ρωτά την πρεσβυτέρα: Πούναι ο παπα-Θύμιος; τον θέλω.

— Καθίστε κύρ Γιάννη, να σας κάνω καφέ, ως να έρθει ο παπα-Θύμιος, που τον ζήτησαν σε ένα σπίτι, δεν θ’ αργήσει να επιστρέψει.

Εν τω μεταξύ η παπαδιά ετοίμασε και του πρόσφερε τον καφέ. Αυτός πήρε μια ρουφηξιά, σαν να εκάθετο στα κάρβουνα. Νάσου και προβάλλει ο παπάς χαρούμενος και λέει: Δόξα τώ Θεώ, ελευθερώθηκε η κυρία Ελένη που υπέφερε στον τοκετό, με τις ευχές της Εκκλησίας και μάλιστα απέκτησε αγγοράκι.

— Καλώς τον κύρ Γιάννη, καλημέρα. Η οικογένεια ειναι καλά; Τα ζωντανά επίσης;

Χωρίς άλλη απάντηση: Τί ειναι αυτό που μου έκανες παπα-Θύμιο; Ρωτά πικραμένος ο κύρ Γιάννης.

— Τί αγαπητέ μου Γιάννη; Να το διορθώσουμε.

— Εγώ παπα-Θύμιο, δύο χρόνια τώρα σου κλέβω το χωράφι κι εσύ ούτε να διαμαρτυρηθείς, ούτε να φωνάξεις, αλλά μου αφήνεις μία λωρίδα. Πάμε τώρα γρήγορα να διορθώσω αυτή την αδικία, δεν την αντέχω.

— Καλά κύρ Γιάννη μου, κάνε μόνος σου ό,τι νομίζεις σωστό. Άλλωστε χώμα ειναι η γη, και όλα εδώ μένουν. Μόνον, αγαπητέ μου, μια χάρη σου ζητώ, να σε βλέπω πιο τακτικά κι εσένα και την οικογένειά σου στην Εκκλησία. Ασπάστηκαν έτσι αδελφικά στο μέτωπο, δεν τον άφησε να ασπαστεί το χέρι του ο παπά Ευθύμιος. Του είπε: Έχε την ευλογία του Θεού! Και τον κατευόδωσε ο καλός ιερέας. Και όλα άλλαξαν από την ώρα εκείνη. O κύρ Γιάννης έβαλε μόνος του τον φράκτη στα παλαιά του σύνορα, αλλά και ειναι τακτικός στην εκκλησία με την οικογένειά του. Και διαλαλεί παντού, σε γνωστούς και αγνώστους: Στο χωριό μας έχουμε έναν άνθρωπο του Θεού, έναν Άγιο, τον παπα-Θύμιο!

Η Θεία Λειτουργία και τα σύκα της Κυριακής

Όταν ο π. Βενέδικτος Πετράκης (1961) ήταν ιεροκήρυκας στα Γιάννενα, πήγε ένα κυριακάτικο πρωινό να λειτουργήσει και να κηρύξει σε κάποια εκκλησία της πόλης. Έξω από το ναό είδε έναν άνθρωπο, που πουλούσε με το καροτσάκι του σύκα.

- Σκέπασέ το, ευλογημένε, του λέει, κι έλα μέσα στην εκκλησία να λειτουργηθείς. Μετά τη λειτουργία θα τα πουλήσεις όλα.

- Παπούλη μου, αποκρίθηκε εκείνος με ύφος θρασύ, εσύ στη δουλειά σου κι εγώ στη δουλειά μου!

- Ε, καλά... Τότε να ξέρεις πως, μέχρι να τελειώσει η λειτουργία, όλα θα σκουληκιάσουν, του λέει προφητικά ο γέροντας.

Και πράγματι, όλα σκουλήκιασαν και τα πέταξε! Όταν μετά τη λειτουργία ο π. Βενέδικτος έβγαινε από την εκκλησία, έτρεξε μετανοημένος και του ζήτησε συγχώρηση.

Η ακτημοσύνη του άγνωστου σπηλαιώτη
Στς σημειώσεις το π. Ντενάσια ερίσκονται τ ξς στοιχεα π τν διήγηση το π. Νήφωνος, κτίτορος τς ουμανικς Σκήτης:

Ατς δολος το Θεο μενε σ σπηλιά, πο ταν γειτονικ μ ατ το σίου Πέτρου το θωνίτου. Πόσο ζησε κε κα πς νομάζεται δν εναι γνωστό. ζωή του κυλοσε σ παντελ πτωχεία. Δν κατεχε πολύτως τίποτε. Περπατοσε χωρς ποδήματα κα χωρς σκοφο, ταν δ σκεπασμένος μ φθαρμένα χρηστα οχα.

Κάποτε δύο μοναχο τς Μολδαβικς Σκήτης διήρχοντο π ατ τ ελογημένο μέρος. χασαν τν δρόμο τους κα βρέθηκαν στ σπήλαιο το ρημίτου, πως μς στορε π. Νήφων. σκητς κρατοσε στ χέρια του να μικρ Ψαλτήρι, τ ποο διάβαζε διαρκς χωρς διακοπή, ν ταυτοχρόνως εχε κατακτήσει κα τν καρδιακ εχή. Κατ τν συζήτηση μ τος μοναχούς, ξομολογούμενος σιος ρημίτης, ξέφρασε τν φόβο του μήπως κριθ π τν Θε γι τ πάθος τς διοκτησίας, φ’ σον κατέχοντας τ Ψαλτήρι δν εχε πελευθερωθ π ,τιδήποτε γήϊνο. τσι, παρέδωσε τ μοναδικ κτμα στος συνομιλητάς τους, παρακαλντας θερμ ν τ πάρουν μαζί τους.

Προβλέποντας τν θάνατό του, πγε στν σπηλαιώτη π. Νήφωνα, ποος τότε ζοσε κοντ στ σπήλαιο το σίου θανασίου στν Βίγλα, κα τν παρεκάλεσε ν τελέσει τν Θεία Λειτουργία κα ν τν κοινωνήσει, λέγοντας: «Πλησιάζει τ τέλος μου!»

π. Νήφων συμφώνησε κα ξεκίνησαν μαζ γι τν Θεία Λειτουργία, πο θ γινόταν στν να τς Σκήτης το γίου ωάννου το Προδρόμου. Κατ τν διάρκεια το κοινωνικο, σιος ρημίτης σπάσθηκε μ σεβασμ τς ερς εκόνες, χύνοντας συνεχς δάκρυα δοξολογίας πρς τν εσπλαγχνο Θεό. Κοινώνησε, κα μετ τν πόλυση π. Νήφων το πρότεινε ν καθήσει μαζί του στν τράπεζα, λλ ατς ρνήθηκε. Εχαρίστησε γι τν ξυπηρέτηση κα νεχώρησε, παρακαλντας ν τν μνημονεύει στς γιες εχές του.

Δν πρόλαβε ν φθάσει στν σπηλιά του. κοιμήθη καθ’ δόν, κατ τ τος 1855, κα ταν λικίας σαράντα ως σαράντα πέντε περίπου τν. 

Η ανυπακοή (γ. Ιωσήφ Ησυχαστής)

Έτυχε κάποιος στις ημέρες μας εδώ στα Κατουνάκια, που εγώ δεν τον πρόφθασα, γιατί πριν από λίγο καιρό είχε πεθάνει. Αυτός ήταν υποτακτικός σε ένα Γέροντα τυφλό. Λοιπόν μία ημέρα ήλθε ένας πτωχός κοσμικός, περαστικός από το Κελλί του. Και τον ρωτά ο νέος μοναχός­ :

- Από πού είσαι;

Και αυτός ήταν χωριανός του.

Λοιπόν δεν του έδωκε γνωριμία, μόνον του είπε τί κάμνει ο τάδε – για τον πατέρα του. Του λέει ο ξένος, ότι αυτός πέθανε και άφησε τη γυναίκα του και τρία κορίτσια στους δρόμους ορφανά και πτωχά. Είχαν και έναν υιό, λέει, που έφυγε από χρόνια και δεν γνωρίζουν τι έγινε.

Λοιπόν σαν να τον κτύπησε κεραυνός τον μοναχό. Και αμέσως τον προσέβαλε η πάλη των λογισμών.

- Θα φύγω, λέει στο Γέροντά του. Θα φύγω να πάω να τους προστατεύσω!

Ζητά ευλογία. Δεν του δίνει ο Γέροντας. Αυτός συνεχώς επιμένει. Και συμβουλεύοντάς τον ο Γέροντας κλαίει για τον εαυτό του, κλαίει και για εκείνον. Αλλά στάθηκε αδύνατον να τον μεταπείσει. Τέλος τον άφησε στο θέλημά του, και έφυγε ο υποτακτικός.

Αφού βγήκε έξω από το Όρος κάθισε να συνέλ­θει κάτω από τη σκιά ενός δένδρου.

Εν τω μεταξύ έφθασε εκεί ιδρωμένος και ένας άλλος μοναχός· κάθισε και αυτός κάτω από την ιδία σκιά. Και άρχισε να του λέει:

- Σε βλέπω, αδελφέ, ταραγμένο. Δεν μου λες τί έχεις;

- Άφησε, Πάτερ, του λέει· έπαθα μεγάλο δυστύχημα. Και του διηγείται με λεπτομέρεια όλη την ιστορία του. Ο δε αγαθός οδοιπόρος του λέει:

- Αν θέλεις, αγαπητέ αδελφέ, άκουσέ με· γύρισε πίσω στο Γέροντά σου και ο Θεός θα προστατεύσει το σπίτι σου. Συ να υπηρετείς το Γέροντά σου, αφού μάλιστα είναι και τυφλός.
Αλλ’ αυτός δεν τον άκουε. Κυριευμένος από τους λογισμούς του φαίνονταν σαν παραλήρημα τα λόγια του άλλου. Και, αφού του έφερε πολλά παραδείγματα, σηκώθηκε ο ανυπάκουος μοναχός να συνεχίσει το δρόμο του προς τον κόσμο. Ο μοναχός εν τέλει του λέει­·

- Λοιπόν δεν με ακούς να γυρίσεις πίσω;

- Όχι! αντιλέγει εκείνος.

- Ε, τότε, λέει ο μοναχός· Εγώ είμαι Άγγελος Κυρίου και εμένα πρόσταξε ο Θεός, αμέσως όταν πέθανε ο πατέρας σου να πάω κοντά τους να τους φυλάω και να γίνω προστάτης τους. Αφού λοιπόν τώρα εσύ πηγαίνεις αντί για μένα, εγώ τους αφήνω και φεύγω, εφ’ όσον δεν με ακούς. Και έγινε άφαντος. Τότε λοιπόν συνήλθε ο μοναχός και γύρισε αμέσως στο Γέροντα· και τον βρήκε γονατιστό, να προσεύχεται γι’ αυτόν.

Κατάλαβες, τέκνο μου; Έτσι γίνεται, όταν εμείς τα αφήνουμε όλα στο Θεό. Αφού πολύ καλά τα οικονομεί Εκείνος ως αγαθός κυβερνήτης και κανένα σφάλμα δεν υπάρχει στο θέλημά του. Αλλά χρειάζεται να έχει υπομονή εκείνος που ζητά να σωθεί. Αν δε ζητούμε εμείς να τα κάνει ο Θεός, όπως αρέσουν στη δική μας διάκριση, τότε αλλοίμονο στο χάλι μας.

Η μετάνοια ενός μάγου (π. Αθανάσιος Σιμονωπετρίτης)

Αφηγείται ο πατήρ Αθανάσιος Σιμωνοπετρίτης ότι πριν λίγα χρόνια στις 4 Ιανουαρίου ήταν στην μονή Σίμωνος Πέτρας του Αγίου Όρους 35 νέοι, οι περισσότεροι φοιτητές. Μόλις τελείωσε η λειτουργία ανεβήκαμε στο αρχονταρίκι για καφέ. Τότε με πλησίασαν δύο νέοι πολύ ευλαβείς και μου είπαν: «Πάτερ, τον βλέπεις αυτόν;». Τους απάντησα, τον βλέπω. «Τον ξέρεις;». Όταν τους είπα ότι για πρώτη φορά τον βλέπω, εκείνοι μου φανέρωσαν ότι είναι μεγάλος μάγος και για αυτό να τον διώξετε από το μοναστήρι. Εγώ τότε αρνήθηκα να τον διώξουμε και ρώτησα τους νέους που τον ξέρουν και αν είναι σίγουροι ότι πράγματι είναι μάγος. Οι νέοι με βεβαίωσαν ότι τον βλέπουν σε ένα μεγάλο κανάλι όπου κάνει μαθήματα μαγείας και μου είπαν και το όνομά του. Εγώ δεν είπα τίποτα στο μάγο.

Το μεσημέρι ο μάγος μόνος του ήρθε και με ρώτησε αν είμαι πνευματικός και όταν απάντησα καταφατικά με παρακάλεσε πολύ για να εξομολογηθεί. Του απάντησα ευχαρίστως μετά τον εσπερινό. Ήλθε και εξομολογήθηκε τέσσερες ώρες. Ήταν για μένα μία από τις συγκλονιστικότερες εμπειρίες της ζωής μου. Ήταν πράγματι μεγάλος μάγος, μου είπε τρομερά πράγματα και έκλαιγε συνεχώς. Κάποια στιγμή τον ρώτησα, γιατί αφού ήσουν τόσο μεγάλος μάγος τα αρνήθηκες. Εκείνος τότε μου φανέρωσε τα εξής συγκλονιστικά: «Διότι κατάλαβα την δύναμη του Χριστού. Τώρα που έγιναν οι ανθρωποθυσίες στην Αθήνα, μου παρουσιάστηκε για τρίτη φορά ο σατανάς και μου υποσχέθηκε ότι θα με κάνει μεγάλο και τρανό, εάν θυσιάσω ένα μωρό και με το αίμα του υπογράψω συμβόλαιο υποταγής σε αυτόν. Εγώ έφριξα και αρνήθηκα να το κάνω αυτό το φρικτό έγκλημα λέγοντας δεν θα το κάνω ποτέ. Ο σατανάς αγρίεψε και ούρλιαζε, θα το κάνεις, θα το κάνεις, θα το κάνεις αλλιώς θα σε εξαφανίσω. Όταν τελικά είπα αποφασιστικά δεν θα το κάνω ποτέ, πάω με τον Χριστό, άφησε μία βρώμα και εξαφανίστηκε, αλλά μου τύφλωσε το ένα μάτι».

Ευχαριστούμε πολύ τον πατέρα Αθανάσιο που φανέρωσε αυτά τα συγκλονιστικά γεγονότα. Βλέπουμε καθαρά την κακουργία του σατανά, το θλιβερό κατάντημα των ανθρώπων που μπλέκουν στη σατανική μαγεία αλλά και την άπειρη φιλανθρωπία του Χριστού, που δέχεται και σώζει όλους τους μετανοημένους αμαρτωλούς. Μακάρι όλοι οι Έλληνες να μετανοήσουμε ειλικρινά και να αγαπήσουμε το Χριστό για να έχουμε την ευλογία και την προστασία Του.

Ένας άθεος πιστεύει λίγο πριν το τέλος (π. Στέφανος Αναγνωστόπουλος)

Πριν από χρόνια, όταν ήμουν εφημέριος στον ιερό Ναό του Αγίου Βασιλείου Πειραιώς, μ’ εκάλεσαν να εξομολογήσω εκτάκτως, κατόπιν δικής του επιθυμίας, ένα νέο άνδρα, 42 ετών, του οποίου το όνομα, ήτο Ξενοφών.

Όταν πήγα, ήταν σε κακή κατάσταση. Ο καρκίνος με τις ραγδαίες μεταστάσεις τον είχε προσβάλλει και στο κεφάλι. Οι μέρες του μετρημένες. Ήταν μόνος στον θάλαμο, το διπλανό κρεβάτι ήταν άδειο, κι έτσι βρεθήκαμε μόνοι μας. Και μου είπε τα έξης, για το πώς πίστεψε, αφού υπήρξε, όπως το τόνισε, «σκληρός άθεος» και άπιστος.

«Ήλθα εδώ πριν από 35 περίπου μέρες, σ’ αυτό το δωμάτιο των δύο κλινών. Δίπλα μου ήταν ήδη κάποιος άλλος άρρωστος, μεγάλος στην ηλικία, 80 περίπου ετών. Αυτός ο άρρωστος, πάτερ μου, παρά τους φοβερούς πόνους που είχε στα κόκκαλα -εκεί τον είχε προσβάλει ο καρκίνος- συνεχώς αναφωνούσε «Δόξα Σοι, ο Θεός! Δόξα Σοι, ο Θεός!…» Στη συνέχεια έλεγε και πολλές άλλες προσευχές, που εγώ ο ανεκκλησίαστος και άθεος τις άκουγα για πρώτη φορά. Κι όμως, πολλές φορές μετά από τις προσευχές του ηρεμούσε -κι εγώ δεν ξέρω με ποιόν τρόπο- και τον έπαιρνε γλυκύτατος ύπνος. Ύστερα από δυο-τρεις ώρες ξυπνούσε από τους αφόρητους πόνους, για να ξαναρχίσει και πάλιν «το Χριστέ μου, Σ’ ευχαριστώ! Δόξα στο όνομα Σου!…Δόξα Σοι, ο Θεός!…Δόξα Σοι, ο Θεός!…»

Εγώ μούγκριζα από τους πόνους, κι αυτός ο συνασθενής μου, με τους αφόρητους πόνους, δοξολογούσε τον Θεό. Εγώ βλαστημούσα τον Χριστό και την Παναγία, κι αυτός μακάριζε τον Θεό, Τον ευχαριστούσε για τον καρκίνο που τού έδωσε και τους πόνους που είχε. Τότε εγώ αγανακτούσα όχι μόνο από τους πόνους τους φρικτούς που είχα, άλλα και γιατί έβλεπα αυτόν, τον συνασθενή μου, να δοξολογεί συνεχώς τον Θεό. Αυτός έπαιρνε σχεδόν κάθε μέρα «την Θεία Μεταλαβιά» κι εγώ ο άθλιος ξερνούσα από αηδία.

– Σκάσε, επί τέλους! σκάσε επί τέλους να λες συνεχώς «Δόξα Σοι, ο Θεός»! Δεν βλέπεις πως Αυτός ο Θεός, που εσύ Τον δοξολογείς, Αυτός μας βασανίζει τόσο σκληρά; Θεός είναι αυτός; Δεν υπάρχει. Όχι! δεν υπάρχει…

Και αυτός με γλυκύτητα απαντούσε: «Υπάρχει, παιδί μου, υπάρχει και είναι στοργικός Πατέρας, διότι με την αρρώστια και τους πόνους μας καθαρίζει από τις πολλές μας αμαρτίες. Όπως αν ασχολιόσουν με καμιά σκληρή δουλειά, όπου τα ρούχα σου και το σώμα σου θα βρωμούσαν κυριολεκτικώς, θα χρειαζόσουν μία σκληρή βούρτσα για να καθαριστής καλά, κι εσύ και το σώμα σου και τα ρούχα σου, κατά τον ίδιο τρόπο και ο Θεός χρησιμοποιεί την αρρώστια σαν ευεργετικό καθαρισμό της ψυχής, για να την προετοιμάσει για τη Βασιλεία των ουρανών».

Οι απαντήσεις του μ’ εκνεύριζαν ακόμη περισσότερο και βλαστημούσα θεούς και δαίμονες. Δυστυχώς οι αντιδράσεις μου ήσαν αρνητικές, με το να φωνάζω: «-Δεν υπάρχει Θεός… Δεν πιστεύω σε τίποτα… Ούτε στον Θεό ούτε σ’ αυτά τα «κολοκύθια» που μού λες περί Βασιλείας του Θεού σου…» Θυμάμαι τις τελευταίες του λέξεις:

-Περίμενε και θα δεις με τα μάτια σου πώς χωρίζεται η ψυχή απ’ το σώμα ενός Χριστιανού που πιστεύει. Είμαι αμαρτωλός, αλλά το έλεός Του θα με σώσει. Περίμενε, θα δεις και θα πιστέψεις!

Και η μέρα αυτή έφθασε. Από το νοσοκομείο θέλησαν να βάλουν ένα «παραβάν», όπως ήταν καθήκον τους, αλλά εγώ διαμαρτυρήθηκα. Τούς είπα «όχι, γιατί θέλω να δω πώς αυτός ο γέρος θα πεθάνει!!!».

Τον έβλεπα λοιπόν να δοξολογεί συνεχώς τον Θεό. Πότε έλεγε κάποια «Χαίρε» για την Παναγία, που αργότερα έμαθα ότι λέγονται «Χαιρετισμοί». Κατόπιν σιγοέψαλλε το «Θεοτόκε Παρθένε», το «Από των πολλών μου αμαρτιών…», το «Άξιον εστί», κάνοντας συγχρόνως και πολλές φορές το σημείο του σταυρού.

Σήκωσε κάποια στιγμή τα χέρια του και είπε: «Καλώς τον Άγγελό μου! Σ΄ ευχαριστώ, που ήλθες με τόση λαμπρά συνοδεία να παραλάβεις την ψυχή μου. Σ’ ευχαριστώ!… Σ’ ευχαριστώ!…» Ανασηκώθηκε λίγο, ξανασήκωσε τα χέρια του ψηλά, έκαμε το σημείο του σταυρού, σταύρωσε τα χεράκια του στο στήθος του και εκοιμήθη!

Ξαφνικά το δωμάτιο πλημμύρισε από φως, λες και μπήκαν μέσα δέκα ήλιοι και περισσότεροι, τόσο πολύ φωτίστηκε το δωμάτιο! Ναι, εγώ ο άπιστος, ο άθεος, ο υλιστής, ο «ξιπασμένος», ομολογώ ότι όχι μόνον έλαμψε το δωμάτιο άλλα και μια ωραιότατη μυρωδιά απλώθηκε σ’ αυτό, ακόμη και σε ολόκληρο τον διάδρομο, και μάλιστα όσοι ήσαν ξυπνητοί και μπορούσαν, έτρεχαν εδώ κι εκεί, για να διαπιστώσουν από που ήρχετο η παράξενη αυτή μυρωδιά.

Έτσι, πάτερ μου, πίστεψα, γι’ αυτό και φώναξα για Εξομολόγο ύστερα από τρεις ημέρες. Την άλλη μέρα όμως, τα ‘βαλα με τους δικούς μου, την μάνα μου και τον πατέρα μου, ύστερα με τα δύο μεγαλύτερα αδέλφια μου, με τη γυναίκα μου, με τους συγγενείς και τους φίλους, και τους φώναζα και τους έλεγα:

– Γιατί δεν μου μιλήσατε ποτέ για τον Θεό, την Παναγία και τους Αγίους; Γιατί δεν με οδηγήσατε ποτέ στην Εκκλησία; Γιατί δεν μου είπατε ότι υπάρχει Θεός και υπάρχει και θάνατος και κάποτε αυτή η ψυχή θα χωρισθεί από το σώμα για να δώσει τον λόγο της; Γιατί με σπρώξατε με την συμπεριφορά σας στην αθεΐα και στον μαρξισμό; Εσείς με μάθατε να βλαστημώ, να κλέβω, να απατώ, να θυμώνω, να πεισμώνω, να λέω χιλιάδες ψέματα, να αδικώ, να πορνεύω…

Εσείς με μάθατε να είμαι πονηρός, καχύποπτος, ζηλιάρης, λαίμαργος, φιλάργυρος και κακός. Γιατί δεν μου διδάξατε την αρετή; Γιατί δεν μου διδάξατε την αγάπη; Γιατί δεν μου μιλήσατε ποτέ για τον Χριστό; Γιατί;… Από αυτή τη στιγμή μέχρι που να πεθάνω, θα μου μιλάτε μόνο για τον Θεό, τον Χριστό, την Παναγία, τους Αγγέλους, τους Αγίους. Για τίποτε άλλο.

Ήρχοντο οι δικοί μου, οι συγγενείς, φίλοι, γνωστοί, και τους ρωτούσα τον καθένα χωριστά ή όλους μαζί: «-Έχετε να μου πείτε κάτι σημαντικό για τον Θεό; διότι Αυτόν θα συναντήσω! Λέγετε….. Εάν δεν ξέρετε, να μάθετε. Οι μέρες περνάνε κι εγώ θα φύγω. Και σ’ ένα – δυο επισκέπτες: «- Αν δεν ξέρεις ή αν δεν πιστεύεις, να φύγεις!…»

Τώρα πιστεύω με όλη μου την καρδιά, και θέλω να εξομολογηθώ όλες τις αμαρτίες μου από μικρό παιδί…»

Ήτο σταθερός και αμείλικτος με το παλαιό εαυτό του ο Ξενοφών. Και το έλεος του Θεού ήταν μεγάλο, πολύ μεγάλο! Εξομολογήθηκε με ειλικρίνεια, κοινώνησε δυο-τρεις φορές και υστέρα από πάλη μερικών ημερών με τον καρκίνο, έφυγε εν πλήρη μετάνοια, με ζέουσα την πίστη, ειρηνικά, οσιακά, δοξολογώντας κι’ αυτός τον Θεό.

Η απλότητα του γερο-Αυγουστίνου

Ένας ευλογημένος αγιορείτης μοναχός, ο γερο Αυγουστίνος ο Ρώσος (1882-1965), ήταν πολύ ενάρετος, πολύ ταπεινός και πολύ αγωνιστής.

Κάποτε παρουσιάστηκε ο διάβολος μέσα στο κελί του σαν σκύλος φοβερός.

Πετούσε φωτιές από το στόμα και όρμησε πάνω στο γέροντα για νά τον πνίξει, επειδή, όπως του είπε, καιγόταν από τις προσευχές του.

Ο γερο-Αυγουστίνος τον άρπαξε και τον πέταξε στον τοίχο φωνάζοντας: Κακέ διάβολε, γιατί πολεμάς τα πλάσματα του Θεού;

Ο διάβολος, κατατρομαγμένος απ' την αναπάντεχη υποδοχή, έγινε άφαντος.

Ύστερα όμως ο αγαθότατος και απλούστατος γέροντας είχε τύψεις, επειδή... χτύπησε το διάβολο !

Περίμενε με αγωνία πότε νά φωτίσει, για νά πάει στον πνευματικό του νά εξομολογηθεί το "αμάρτημα" του.

Πραγματικά, μόλις φώτισε πήγε στην Προβάτα (μιάμιση ώρα απόσταση από το κελί του), όπου ήταν ο πνευματικός του, και εξομολογήθηκε.

Ό πνευματικός μου όμως ήταν πολύ συγκαταβατικός", διηγιόταν αργότερα ο γέροντας, "και δεν μου έβαλε κανένα κανόνα, αλλά μου είπε νά κοινωνήσω. Εγώ, από τη χαρά μου, όλη τη νύχτα έκανα κομποσχοίνι, και μετά πήγα στη θεία λειτουργία και κοινώνησα.

Όταν ο παπάς έβαζε την άγία λαβίδα ατό στόμα μου, είδα την άγία Κοινωνία κομμάτι κρέας και αίμα! Και τη μασούσα για νά την καταπιώ! Παράλληλα ένιωθα και μία μεγάλη αγαλλίαση, πού δεν μπορούσα νά την αντέξω.

Από τα μάτια μου έτρεχαν γλυκά δάκρυα, και το κεφάλι μου φώτιζε σαν λάμπα.

Έφυγα γρήγορα για νά μη με δουν οι πατέρες, και την ευχαριστία για τη Θεία Μετάληψη τη διάβασα μόνος μου στο κελί μου".

Η ζάχαρη έδιωξε την γλυκύτητα της ευχής

Οι παλιοί πατέρες είχαν φτάσει σε τέτοια μέτρα και τέτοια λεπτότητα στην πνευματική ζωή, που και το παραμικρό παράπτωμα τους φαινόταν μεγάλο και τους επηρέαζε.

Διηγήθηκε ο γερω- Καλλίνικος ο ησυχαστής:

«Ήταν στο Ρωσικό κάποιος μοναχός που είχε τη νοερά προσευχή. Κάποια φορά είπε στον υποτακτικό του να του κάνει ένα τσάϊ και να βάλει και δυο κουταλιές ζάχαρη. Το ήπιε και ύστερα πήγε να προσευχηθεί. Αισθανόταν μεγάλη δυσκολία, ξηρασία, καμία ενέργεια της ευχής.

Προσπαθούσε, πέρασαν μερικές μέρες, ανησύχησε και ήρθε να με ρωτήσει. Τον ρώτησα τι έκανε πριν χάσει την ευχή. Δεν έκανα τίποτα είπε, και μου ανέφερε για το τσάϊ. Του είπα να πάει για έξι μήνες να κάνει κάποιες ασκήσεις και σε έξι μήνες να έρθει.

Μετά από έξι μήνες ξαναγύρισε. Κατάλαβα τότε ότι η αιτία που έχασε την ευχή ήταν η ζάχαρη. Αυτός είχε την γλυκύτητα της Θείας Χάριτος και έπρεπε να περιφρονεί τις ανθρώπινες «γλυκύτητες».

Υποχώρησε όμως στην γλυκύτητα της ζάχαρης και ο Θεός του στέρησε για λίγο την θεία παρηγοριά. Άλλοι και ένα τσουβάλι ζάχαρη να φάνε δεν παθαίνουν τίποτα, ενώ αυτός αλλοιώθηκε, γιατί ενώ είχε την θεία Χάρη, αναζήτησε κάτι άλλο».

Η θέα του Άκτιστου Φωτός και η υπομονή

Γνώρισα έναν υπέργηρο ιερέα με 70 χρόνια στην ιεροσύνη. Χή­ρεψε από πολύ νωρίς, υστέρα από 12 χρόνια γάμου. Από την έγγα­μη του ζωή απέκτησε 7 παιδιά, τα οποία μεγάλωσε με πολύ μεγάλο κόπο, χωρίς να βάλη άνθρωπο στο σπίτι του ούτε συγγενή για να βοηθήσει στη μαρτυρική ανατροφή τους. Ταυτόχρονα έπρεπε να αντιμετωπίζει όλα τα προβλήματα πού έχει μια ενορία με την πληθώρα των λειτουργικών και ποιμαντικών καθηκόντων. Παράλληλα έπρεπε να αντιμετωπίζει με ηθική αξιοπρέπεια και το οξύ πρόβλημα της προσωπικής του χηρείας, διότι ήταν νέος στην ηλικία άνθρωπος. Έτσι είχε βαθύτατο πόνο στην καρδιά, πού τον έβγαζε πολλές φορές όταν λειτουργούσε.

Τα χρόνια κυλούσαν... κάποια όμως Κυριακή μηνός Ιουλίου, καθ' όν χρόνον λειτουργούσε και είχε φθάσει στον Χερουβικό ύμνο, τη στιγμή πού έκλινε το κεφαλάκι του και άρχισε να διαβάζει την ευ­χή, πού ανήκει αποκλειστικά και μόνο στον λειτουργό ιερέα: «Ου­δείς άξιος των συνδεδεμένων ταίς σαρκικαίς επιθυμίαις και ηδοναίς...» εντελώς απροσδόκητα άστραψε ο τόπος σαν να έγινε ένας δυνατός σεισμός, του οποίου ή φωτοπλημμύρα εξαφάνισε τα πάντα γύρω του: την κόγχη, τους τοίχους του αγίου Βήματος και όλον τον Ναό.

Κατακλύσθηκε από τόσο υπερκόσμιο φως, πού δεν μπορούσε πλέον να το δη και έκλεισε τα μάτια του, πέφτοντας συγχρόνως στα γόνατα μπροστά στην αγία Τράπεζα. Δεν μιλούσε. Βουβάθηκε και δεν μπορούσε να άνοιξη πλέον τα μάτια του από την εκτυφλωτική λαμπρότητα αυτού του φωτός των χιλίων ήλιων...

Ψυχοσωματικά όμως μου δώρισε τόση γαλήνη, τόση ειρήνη και τόση θεία ευφροσύνη, πού την απολάμβανε κάθε κύτταρο της υπάρξεως μου...Πολλά συναισθήματα ουράνια και πέρα από κάθε λογική πλημμύρισαν την ψυχή μου, την καρδιά μου, το είναι μου, όλες μου τις αισθήσεις, όλους τους πόρους του σώματος μου, μέχρι και στα κόκαλα μου εισήλθε ή υπέρλογη αυτή ειρήνη και μακαριότητα, πού δεν ήθελα άλλο να ζήσω, αλλά να πεθάνω μέσα σε αυτή την ακατάληπτη ευτυχία πού ζούσα.

Δεν ξέρω πόση ώρα πέρασε...και να πού όλα πέρασαν, έφυγαν κι εγώ ήμουν ακόμη γονατιστός μπροστά στην αγία Τράπεζα, εκστατικός και τρισευτυχισμένος! Σαν αστραπή πέρασε ένας λο­γισμός και μου είπε: «Ένα λεπτό ακόμη και θα πέθαινες.. Η θεία μακαριότητα της Τριαδικής Βασιλείας του Θεού δεν βαστάζεται α­πό το ανθρώπινο σαρκίον» και τότε σηκώθηκα κατασυγκινημένος. Άλλωστε έξω ο ιερο­ψάλτης είχε τελειώσει το Χερουβικό. Τελείωσα την ευχή, θυμιάτι­σα και με φόβο, συντριβή και συγκίνηση πολλή έκανα την Μεγάλη Είσοδο. Τα βήματα μου όχι σταθερά, αλλά και ή εκφώνησης «Πάντων η­μών μνησθείη Κύριος ο Θεός...» ήταν σαν την κραυγή του ληστού πά­νω στο σταυρό ».

Τόσο δυνατή, συντετριμμένη και ικετευτική ήταν ή κραυγή του λειτουργού αυτού ιερέως, αλλά και τόση συγχρόνως ή έκφρασης της μεγάλης του ευγνωμοσύνης. Από τότε δόξαζε τον Θεό: και για τη χηρεία του και για τα ορφανά παιδιά του και για την ανθρώπινη μοναξιά και για τις αρρώστιες και για τα βάσανα και για τις ιερατικές του ταλαιπωρίες και για κάθε θλίψη της ζωής του.

Γέρων: Παιδί μου δίκαιο έχεις. Πολλές φορές οι άνθρωποι πέφτουν στην παγίδα του πονηρού και κάνουν τυπικά κάποιες εξωτερικές προσπάθειες για να δείχνουν ότι είναι αυτό που λέμε «καλοί Χριστιανοί». Αλλά παιδί μου άλλο «καλός Χριστιανός» και άλλο «αγαπητό τέκνο του Υψίστου». Τα «αγαπητά τέκνα» είναι αυτοί που ότι κάνουν το κάνουν για να ευαρεστούν τον Θεό και όχι για να δημιουργούν εντυπώσεις στους ανθρώπους. Έτσι και η αλάδωτη νηστεία όταν γίνεται σαν μια ελάχιστη προσφορά αγάπης μέσω της σχετικής μας κακοπάθειας-στέρησης, τότε είναι ευάρεστη στον Θεό και αποτελεί μια μορφή άσκησης. Όταν όμως γίνεται εγωιστικά και με κίνητρο την αυτοπροβολή τότε είναι άχρηστη αλλά και επιβλαβείς. Θέλει πολύ προσοχή γιατί αυτά είναι λεπτά θέματα.

Νέος: Γέροντα και πώς καταλαβαίνει κανείς αν το κάνει για τον Θεό ή για τους ανθρώπους;;; Μερικές φορές είναι δυσδιάκριτο και ενώ νομίζουμε ότι κάνουμε κάτι προς δόξαν Θεού τελικά το κάνουμε για αυτοπροβολή.

Γέρων: Α, αυτό είναι πολύ απλό… όταν κάνεις κάτι για τον Θεό και μόνο, τότε νιώθεις μια εσωτερική χαρά-την πνευματική χαρά, και ενώ κατά κάποιον τρόπο καταπιέζεις τον εαυτό σου, εσύ παρόλα αυτά νιώθεις μια εσωτερική ανεξήγητη χαρά, χωρίς να σε απασχολεί τι λένε οι άλλοι. Πολλές φορές νιώθεις σαν να πετάς αδιαφορώντας για την στέρησή σου… Τότε ξέρεις ότι είναι ευάρεστο στον Θεό.

Νέος: Γέροντα άλλοι πάλι κάνουν νηστεία για αποτοξίνωση… εσύ τι λες γι’ αυτό;

Γέρων: Παιδί μου αυτό είναι πάλι για την υγεία του σώματος και όχι θυσία για τον Θεό. ο Άγιος Παΐσιος έλεγε ότι είναι μια μορφής γιόγκα! Τόσο πολύ το κατέκρινε. Σκέψου τι αξία έχει να προσφέρεις σε κάποιον ένα δώρο που σκοπό έχει να ωφελήσει εσένα και όχι να ευαρεστήσει τον άλλο… Δεν θα ήταν καλύτερα να μην το έδινες καθόλου; Είναι μια κοροϊδία κατά κάποιο τρόπο. Γι’ αυτό και εμείς δεν θέλουμε να σκεπτόμαστε κατ’ αυτόν τον τρόπο. Το αν η νηστεία βοηθάει και το σώμα είναι ένα επιπλέον «μπόνους» από τον Πανάγαθο Θεό μας αλλά δεν γίνεται με αυτόν τον σκοπό. Όταν ο άνθρωπος νηστεύει ημερεύει. Τα πάθη του ατονούν και τον τρέμει ο διάβολος. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και στα ζώα ακόμη. Σκέψου πως είναι ένα αρνάκι και πώς ένας λύκος… Ο Κύριός μας νήστεψε 40 ολόκληρες ημέρες και εμείς οι αμαρτωλοί που το έχουμε ανάγκη δεν πρέπει άραγε να νηστεύουμε;;;. Υπό μία προϋπόθεση βέβαια… να έχουμε την υγεία μας και μόνο με την ευχή του πνευματικού μας.

Αυτά άκουσε ο νέος και έφυγε ωφελημένος…

Η «προχωρημένη» γιαγιά

Στις εφηβικές μου αναμνήσεις συνυπάρχουν τα πάρτι, η ρόκ μουσική και η γιαγιά μου. Για εκείνην, η ρόκ μουσική δεν ήταν παρά ένας κακότεχνος θόρυβος. Πάντως σεβόταν περισσότερο την νεανική μας σύγχυση, από όσο εμείς την νηφάλια σοφία της. Ήξερε που πηγαίναμε, αλλά ποτέ δεν έμπαινε στον πειρασμό να αντιπαρατεθεί προς ό,τι θεωρούσε φυσικό για την ηλικία μας.

Σηκωνόταν, μας φιλούσε, ευχόταν να περάσουμε καλά, κι ύστερα προσέθετε να έχουμε τον Χριστό στην καρδιά μας εκεί που θα είμαστε, και ας κάνουμε ό,τι θέλουμε.

Μετά μας σταύρωνε, ευχόταν να είναι η Παναγιά μαζί μας, και συμπλήρωνε διστακτικά, σαν να μην ήταν σίγουρη αν έπρεπε όχι να το ξεστομίσει, να μην αργήσουμε, γιατί θα προσευχόταν για μας όσο λείπαμε και δεν άντεχε να ξενυχτάει… Τελειόφοιτος της Ιατρικής, αφελώς πεπεισμένος για την παντοδυναμία της επιστήμης, βρέθηκα στην Μονή Τιμίου Προδρόμου στο Έσσεξ.

Έμεινα μόνο λίγες μέρες στο μοναστήρι αλλά η ανακάλυψη υπήρξε συγκλονιστική. Οι μοναχοί ζούσαν με τον τρόπο της γιαγιάς μου. Αναγνωριστικά σημάδια: το κομποσχοίνι, το ανεπιτήδευτο χαμόγελο και η άνευ όρων αποδοχή του άλλου. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα πήγα να δω τη γιαγιά. Μισοαστεία-μισοσοβαρά της είπα κάποια στιγμή: «Τόσα κομποσχοίνια έχεις, δεν θα μου δώσεις κι εμένα ένα;» Σοβάρεψε απότομα. Σχεδόν βούρκωσε. Πήγε και μου έφερε ένα κομποσχοίνι μεταξωτό και είπε:

«Πάρτο. Είναι το δικό σου. Στο φυλάω τρία χρόνια και περίμενα πότε θα μου το ζητήσεις». Η γιαγιά μου περίμενε να γυρίσω· από τα πάρτι, από τήν Αγγλία, από τον λανθασμένο δρόμο. Εγώ, και όσοι άλλοι συμπεριλαμβάνονταν στην προσευχή της… Λίγους μήνες, πριν την αναχώρηση από τα επίγεια, με είχε πάρει ιδιαιτέρως και με αιφνιδίασε πάλι. Σε ένα χαρτοκιβώτιο είχε μαζέψει μια σειρά με όλα τα λειτουργικά βιβλία. Με την ίδια απλότητα, που μου έδωσε το «δικό μου» κομποσχοίνι, μου άφησε ρητή εντολή:

«Αν κάποιος από σας γίνει ιερέας, θα τα κρατήσει αυτός. Αν όχι, θα βρεις κάποιο φτωχό ναό και θα τα δώσεις εκεί»… Στην κηδεία της πολλοί άγνωστοι εμφανίστηκαν και μιλούσαν γι” αυτήν με ευγνωμοσύνη.

Όπως εκείνη η ηλικιωμένη κυρία, που έλεγε ότι η γιαγιά συνέχισε να την δέχεται στο σπίτι της, όταν όλοι την απέφευγαν. Και αυτό, γιατί απόκτησε ένα εξώγαμο παιδί λίγο μετά τον πόλεμο και την θεωρούσαν πόρνη. Διηγιόταν, ανάμεσα στα κλάματα, πως της έχωνε τσάντες με τρόφιμα κάτω από το παλτό, παρακαλώντας την να μην το μάθει κανείς…».

Η γιαγιά μου και πολλοί άλλοι ευλογημένοι παππούδες και γιαγιάδες αναπαύονται πια εν ειρήνη. Η ευθύνη για το σήμερα και το αύριο έχει περάσει στα χέρια μας. Καλούμαστε να καθρεφτίσουμε τον εαυτό μας στην παρακαταθήκη που μας άφησαν και να προβληματιστούμε σοβαρά για τον τρόπο, που θα διαχειριστούμε την πνευματική μας κληρονομιά.

Δεν πρέπει ούτε για αστείο να επικαλούμαστε τον διάβολο!
Στην Σκήτη του Αγ. Παντελεήμονος στο Κουτλουμούσι, ο μοναχός Ιωσήφ, θέλησε να επισκευάσει, στο πάτωμα της καλύβας του, ένα σανίδι που είχε σπάσει.

Καθάρισε το σάπιο, πήρε με ακρίβεια τα μέτρα, έκοψε το σανίδι και πήγε να το τοποθετήσει.

Όταν το έβανε στη θέση του, το σανίδι ήταν μεγαλύτερο. Το πήρε, έκοψε το περίσσιο και πήγε πάλι να το τοποθετήσει. Το είδε πως ήταν μικρότερο απ΄ ότι έπρεπε.

Ο Γέρο – Ιωσήφ, ήταν μαραγκός στο επάγγελμα. Παίρνει για δεύτερη φορά τα μέτρα, κόβει άλλο σανίδι στα μέτρα που χρειάζονταν με ακρίβεια, πήγε να το βάλει στη θέση του, αλλά και πάλι περίσσευε, το έκοψε, κι όταν πήγε να το καρφώσει, έγινε μικρότερο.

Τότε έχασε την υπομονή του και με θυμό είπε : «Άει στο διάβολο, διάβολε, τί έχεις, τί να σου κάμω για να ταιριάξεις; Τέσσερις φορές σε μέτρησα και τέσσερις σε έκοψα, τώρα τί διάβολο έχεις και δεν ταιριάζεις»;

Ο ταλαίπωρος αυτός μοναχός, αντί να ειπεί την ευχή και να επικαλεστεί τη θεία βοήθεια στην εργασία του, προτίμησε να μνημονεύσει τον διάβολο, ο οποίος δεν άργησε αλλά κάτι τέτοιες ευκαιρίες ζητάει, γι΄ αυτό παρουσιάστηκε μπροστά του, ο διάβολος, μ' όλη την αγριωπή μορφή του και του είπε: «Με φώναξες γέροντα, τί είναι, τί θέλεις; Εδώ είμαι 'γω για να σε βοηθήσω».

Ο Γέρο – Ιωσήφ τρομαγμένος έκαμε το σταυρό του, παράτησε το σανίδι κι έτρεξε στον Πνευματικό του να εξομολογηθεί, αλλά από τότε μέχρι σήμερα έχουν περάσει περισσότερα από 30 χρόνια και δεν μπορεί να συνέλθει, του έμεινε ο φόβος και μια αφηρημάδα στο μυαλό, σαν αντιμισθία από τον διάβολο.

Τούτο ας γίνει μάθημα σε όλους, μικρούς και μεγάλους, να μη λένε το διάβολο, ούτε για αστεία.

Επειδή, ο διάβολος βάνει τον άνθρωπο να θυμώνει και στον θυμό του επάνω, τον βάνει να βρίζει ή να βλασφημεί τα θεία, κι αν δεν κατορθώσει τούτο, τον πείθει να ειπεί στον συνάνθρωπό του, στον αδελφό του, στο παιδί του, ή και στον εαυτό του ακόμη, «Άει στο διάβολο».

Τούτο γίνεται κακίστη συνήθεια και πολλοί γονείς στέλνουν τα παιδιά τους στον διάολο.

Ενώ μπορεί ο άνθρωπος να αποκτήσει καλές συνήθειες κι αντί να λέει «άει στο διάβολο», να λέει «άει στην ευχή» ή «άει στο καλό σου» ή όπως συνηθίζουν οι πατέρες να λένε «να σε πάρει η ευχή» ή «ο Θεός να σ΄ ελεήσει», που είναι το καλύτερο απ΄ όλα.

Έτσι συνηθίζει ο άνθρωπος να εύχεται και να λέει πάντοτε τα καλά, σύμφωνα με την Αγία Γραφή «ευλογείτε και μη καταράσθε» (Ρωμ. 12, 14).

Υπάρχει ζωή μετά τη... γέννηση;

Στην κοιλιά της εγκύου δύο έμβρυα συνομιλούν. Το ένα είναι σκεπτικιστής, το άλλο, γεμάτο εμπιστοσύνη και πίστη. Tο γεμάτο αμφιβολίες έμβρυο ρωτάει: "Και πιστεύεις πραγματικά σε μια ζωή μετά τη γέννηση;"

Το έμβρυο που πιστεύει, απαντά: "Ασφαλώς, ναι. Για μένα είναι απόλυτα βέβαιο ότι υπάρχει ζωή μετά τη γέννησή μου. Η ζωή εδώ, είναι μόνο για να μας μεγαλώνει, ώστε να μπορούμε να προετοιμάζουμε τους εαυτούς μας για τη ζωή μετά τη γέννησή μας, έτσι ώστε να είμαστε αρκετά δυνατά για ό,τι μας περιμένει μετά."

Ο μικρός σκεπτικιστής έχει εκνευριστεί: "Αυτό είναι αρκετά ανόητο. Δεν υπάρχει ζωή μετά τη γέννηση. Πώς θα έμοιαζε μια τέτοια ζωή, ούτως ή άλλως;"

Ο μικρός πιστός όμως, υποστηρίζει: "Δε γνωρίζω. Αλλά σίγουρα θα έχει πολύ περισσότερο φως από εδώ. Και ίσως να στεκόμαστε στα πόδια μας και να τρώμε με το στόμα μας!"

Το γεμάτο αμφιβολίες έμβρυο ξεσπάει: "Ένα μάτσο ανοησίες! Δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα όπως το περπάτημα. Και φαγητό με το στόμα είναι πραγματικά μια εντελώς γελοία ιδέα – έχουμε τον ομφάλιο λώρο, που μας τροφοδοτεί αρκετά καλά, ήδη! Αυτό από μόνο του μας δείχνει ότι η ζωή μετά τη γέννηση είναι αδύνατη: ο ομφάλιος λώρος είναι πολύ κοντός!"

Ο μικρός πιστός παραμένει ακλόνητος: "Είναι όντως δυνατή. Απλά μπορεί να είναι λίγο διαφορετική από ό,τι είμαστε εδώ."

Ο μικρός σκεπτικιστής σιγά-σιγά χάνει την υπομονή του μπροστά σε τόση χαζομάρα: "Κανείς, και εννοώ ποτέ κανείς, δεν ήρθε πίσω μετά τη γέννηση! Ρίξε μια ματιά σε αυτό: η γέννηση είναι απλά το Τέλος της Ζωής. Τελεία και παύλα. Και κάτι ακόμα για σένα και τα τρελά όνειρά σου: Η ζωή είναι μία μεγάλη σκοτούρα μέσα στο σκοτάδι, αυτό είναι!"

Ο μικρός πιστός δεν το αφήνει έτσι: "Το παραδέχομαι ότι δεν γνωρίζω πώς ακριβώς είναι η ζωή μετά τη γέννηση. Αλλά σε κάθε περίπτωση εμείς θα δούμε τελικά τη μητέρα μας και αυτή θα μας φροντίσει."

Ο σκεπτικιστής γούρλωσε τα μάτια του: "Μητέρα! Πιστεύεις στη μητέρα; Είναι γελοίο! Με συγχωρείς, αλλά. πού είναι αυτή, θα ήθελα να σε ρωτήσω;"

Ο μικρός πιστός κάνει μια χειρονομία με το χέρι: "Αυτή είναι εδώ! Παντού γύρω μας. Ζούμε μέσα σ' αυτήν, καθώς και μέσω αυτής. Χωρίς αυτήν εμείς δεν θα ήταν δυνατόν να υπάρχουμε!"

Ο μικρός σκεπτικιστής δεν είναι δυνατόν τώρα να συγκρατηθεί: "Αυτό φτάνει πραγματικά το αποκορύφωμα της ανοησίας. Και για κανένα λόγο δεν μπορώ να δω πουθενά τη μητέρα σου. Ούτε ένα κομμάτι της - είναι αρκετά προφανές - διότι απλά-δεν-υπάρχει!"

Το μικρό, που πιστεύει, κουνάει το κεφάλι του και κλείνει τα μάτια: "Μερικές φορές, όταν είμαστε πολύ ήσυχα, την ακούω να τραγουδά. Ή να χαϊδεύει τον κόσμο μας. Νιώθω και έχω την αίσθηση και πιστεύω σταθερά, ότι η γέννηση είναι ένα μεγάλο νέο ξεκίνημα!"

Ούτε πέντε Χριαστιανοί

Μετ π τν πτώση τς Βασιλεύουσας Μωάμεθ Β΄ γκαταστάθηκε στ «ερν παλάτιον» το Κωνσταντίνου. Χαρούμενος κα νθουσιασμένος γι τ μεγάλο στρατηγικ κατόρθωμα τς λώσεως τς Πόλης, παρέθεσε πλούσιο γεμα στος στρατηγος κα ξιωματούχους του. Κατ τν διάρκεια το γεύματός τους μως, ξαφνικ πρόσεξε σ ναν τοχο το δωματίου ν μφανίζεται μία παλάμη μ νοιχτ τ πέντε δάκτυλά της πρς ατόν. Πάγωσε π τν φόβο του κα ρώτησε τος λλους συνδαιτημόνες του ἐὰν τν βλέπουν κα ατοί. Ατο το επαν τι τν βλέπουν, λλ δν ξέρουν τί μπορε ν σημαίνει.

Ρώτησε λοιπν τος μάγους κα σοφος πο εχε στν πηρεσία του ν το ρμηνεύσουν τί σημαίνει νοιχτ παλάμη πο βλέπει, λλ κανες δν μπόρεσε ν το δώσει μία πάντηση. Τότε, κάποιος μάγειρας χριστιανς το επε ν βρε ναν χριστιαν γιο κα ατς θ το πε τί πραγματικ σημαίνει. ψαξε κα τελικ βρκε κάποιον γιο πο το πέδειξαν ο ναπομείναντες χριστιανο τς Πόλης. γιος ατς ταν Γεώργιος (Γεννάδιος) Σχολάρχης.

Τ
ν ρώτησε λοιπν Μωάμεθ ν γνωρίζει ν το ξήγηση τί σημαίνει νοιχτ παλάμη πο ξακολουθοσε ν βλέπει μπροστά του. Το επε Σχολάρχης τι πρέπει ν το δώσει περιθώριο 7 μερν γι ν νηστεύσει κα ν παρακαλέσει τ Θε ν το φανερώσει τί σημαίνει, κα φο γίνει ατό, θ ’ρθει ν το τ πε. Πράγματι, μετ π 7 μέρες Γεώργιος Σχολάρχης παρουσιάζεται μπροστ στ Σουλτάνο κα το λέει: Θες μο επε: Τ πέντε νοικτ δάκτυλα πο βλέπεις σημαίνουν τι, ἐὰν πέντε ληθινοί, πραγματικο χριστιανο βρισκόντουσαν μέσα στν Πόλη, σ δν θ τν καταλάμβανες ποτέ. Μόλις τ κουσε ατ Μωάμεθ τρόμαξε κα μέσως χάθηκε νοιχτ παλάμη πο βλεπε μπροστά του μέχρι κείνη τν ρα. Πέντε ληθινο χριστιανο δν πηρχαν μέσα στν Κωσταντινούπολη πρν ατ πέσει στ χέρια τν γαρηνν. Θες πάντοτε μετροσε πόσους νάρετους νθρώπους χει κάθε πόλη πρν τν φήσει ν καταστραφε κα ν ρει τν προστασία του π ατή. Κωνσταντινούπολη πεσε. Τ σκοτάδι πλώθηκε σ λη τν Ερώπη. μισέληνος νέτειλε κρύβοντας τ λαμπρ φς το λίου.


Ο μοναχός που όλοι τον κατέκριναν

Μια από τις ωραιότερες ιστορίες του Λαυσαϊκού περιγράφει το βίο ενός μοναχού, που αφού εγκατέλειψε το μοναστήρι, δούλευε σαν φορτοεκφορτωτής στο λιμάνι της Αλεξάνδρειας.


Και όπως από κάθε λιμάνι, ούτε απ’ αυτό έλειπαν οι πόρνες. Ο «μοναχός» δούλευε όλη την ημέρα, και το βράδυ ξόδευε όλα όσα κέρδιζε, «αγοράζοντας» την συντροφιά μιας πόρνης για όλη τη νύχτα.

Ήταν η ντροπή των χριστιανών της πόλης, ήταν το σκάνδαλο της Εκκλησίας. Τα χρόνια πέρναγαν και παρά τις εκκλήσεις και τις συστάσεις, αυτός συνέχιζε την αμαρτωλή του ζωή. Κάποτε, όπως σε όλους μας, ο θάνατος ήρθε σαν λύτρωση, σαν φάρμακο που θα τον έσωζε από τις αμαρτίες που δεν σταμάτησε να κάνει ακόμη και λίγο πριν πεθάνει.

Και πώς να τον αφήσουν χωρίς ταφή για χριστιανό;

Οι παπάδες της πόλης τον πήραν να τον κηδέψουν και μαζί του να θάψουν το σκάνδαλο. Το νέο μαθεύτηκε: Ο «γεροπόρνος» μοναχός πέθανε. Ποιος άραγε θα πήγαινε στην εκκλησία να τον αποχαιρετήσει;

Η εκκλησία στην κηδεία του γέμισε από γυναίκες της Αλεξάνδρειας, τίμιες γυναίκες, χριστιανές, που ήρθαν να τον αποχαιρετήσουν, μα όχι σαν έναν οποιοδήποτε νεκρό, σαν άγιο! Κάποιος γνώρισε σε κάποια από αυτές το πρόσωπο μιας πόρνης, που είχε καιρό να δει στο λιμάνι… δεν ήταν όμως, όπως την θυμόταν. Κάποιες άλλες, απλά τους θυμίζαν κάτι απόμακρο.

Τότε η πόλη έμαθε πως ο «γεροπόρνος» μοναχός ήταν ένας άγιος, που με τα λεφτά που κέρδιζε, εξαγόραζε μια νύχτα χωρίς αμαρτία, αγόραζε το «δικαίωμα» στο σώμα τους για να κερδίσει την ψυχή τους.

Τότε η πόλη έμαθε, ότι αυτός που νομίζαν ότι είναι το «σκάνδαλο» ήταν η αγνότητα, η άδολη αγάπη, η αυταπάρνηση, ο άνθρωπος, ο λόγος του Θεού, η προσευχή και η θέωση. Γιατί ο άνθρωπος του Χριστού δεν κρίνεται στη διάρκεια της ζωής του, αλλά στο τέλος της.

Χτίζετε γέφυρες ή φράκτες;

Μια φορά κι έναν καιρό, μάλωσαν δύο αδέλφια που ζούσαν σε γειτονικές φάρμες. Ήταν το πρώτο σοβαρό ρήγμα στη σχέση τους. Για 40 χρόνια, εργάζονταν μαζί ως γεωργοί, μοιράζονταν χωρίς κανένα πρόβλημα τα γεωργικά μηχανήματα, και συνεργάζονταν αρμονικά για την εμπορία των προϊόντων τους.

Όμως, η μακρά συνεργασία τους διεκόπη απότομα. Η διένεξη ξεκίνησε από μια μικρή παρεξήγηση, εξελίχθηκε σε μια σημαντική διαφορά, και τελικά κατέληξε σε ανταλλαγή πικρών κουβέντων.

Ένα πρωί κάποιος χτύπησε την πόρτα του μεγαλύτερου αδελφού. Εκείνος άνοιξε και αντίκρισε έναν άνθρωπο με την εργαλειοθήκη ενός ξυλουργού.

«Ψάχνω για δουλειά λίγων ημερών» είπε. «Ίσως έχετε ανάγκη για κάποιες μικροεργασίες και θα μπορούσα να σας φανώ χρήσιμος».

«Πράγματι» αναφώνησε ο μεγαλύτερος αδελφός. «Έχω μια δουλειά για σένα. Κοίταξε σε εκείνο τον κολπίσκο στο απέναντι αγρόκτημα. Αυτός είναι ο γείτονάς μου. Στην πραγματικότητα, είναι ο μικρότερος αδερφός μου. Μέχρι την περασμένη εβδομάδα υπήρχε ένα χωράφι ανάμεσα μας.

Όμως, έσκαψε με την μπουλντόζα του μέχρι το ανάχωμα του ποταμού και τώρα υπάρχει ένα ποταμάκι ανάμεσα μας. Λοιπόν, μπορεί να κατάφερε να μ" εκνευρίσει, αλλά εγώ θα κάνω κάτι χειρότερο.»

«Βλέπεις αυτή τον σωρό με ξύλα στο στάβλο; Θέλω να φτιάξεις ένα ψηλό φράχτη. Δεν θέλω να ξαναδώ το πρόσωπό του».

Ο ξυλουργός απάντησε: «Νομίζω ότι καταλαβαίνω την κατάσταση. Πιστεύω ότι μπορώ να τα καταφέρω και ότι στο τέλος θα ευχαριστηθείς με τη δουλειά μου».

Ο μεγαλύτερος αδελφός έπρεπε να πάει στην πόλη γα να τελειώσει κάποιες δουλειές. Έτσι, βοήθησε τον ξυλουργό να μεταφέρει τα ξύλα, και έφυγε για την πόλη.

Ο ξυλουργός εργάστηκε σκληρά κατά τη διάρκεια της μέρας. Λίγο πριν το ηλιοβασίλεμα, όταν ο γεωργός επέστρεψε, ο ξυλουργός είχε μόλις τελειώσει τη δουλειά του.

Τα μάτια του αγρότη γούρλωσαν από αυτό που αντίκρισε. Δεν είχε κατασκευαστεί ο φράχτης που είχε ζητήσει. Αντί για τον φράχτη, υπήρχε μια γέφυρα από την μια μεριά του ρέματος μέχρι την άλλη.

Εκείνη την ώρα, είδε από την άλλη μεριά της γέφυρας να έρχεται προς το μέρος του ο γείτονας, ο νεώτερος αδελφός του. Όταν τον πλησίασε, άπλωσε τα χέρια του και αναφώνησε:

«Είσαι ο καλύτερος αδελφός που θα μπορούσα να είχα. Μετά από όλα όσα έχω κάνει και έχω πει εναντίον σου, έχτισες μια γέφυρα ανάμεσα μας».

Τα δύο αδέλφια αγκαλιάστηκαν, μετανιωμένα για ότι είχε συμβεί ανάμεσα τους. Γύρισαν και είδαν τον ξυλουργό να σηκώνει την εργαλειοθήκη και να την κρεμάει στον ώμο του.

«Όχι, μην φεύγεις, περίμενε! Μείνε λίγες ημέρες. Έχω κι άλλες εργασίες για σένα», είπε ο μεγαλύτερος αδελφός.

«Θα ήθελα πολύ να μείνω» είπε ο ξυλουργός, «αλλά έχω να χτίσω κι άλλες γέφυρες».


Γι’ αυτόν που χτυπούσε τη σύζυγό του

– Εσένα θα σου κοπούν τα χέρια και τα πόδια!

Ο έκπληκτος επισκέπτης μόλις που κατάφερε να ψελλίσει:

– Γιατί, Γέροντα, θα μου κοπούν τα χέρια και τα πόδια;

– Γιατί της φωνάζεις; τον ρώτησε με αυστηρό, αλλά περίεργα όμορφο τρόπο, δείχνοντας τη γυναίκα του.

– Ναι, ναι, Γέροντα, πέστε τα, έκανε χαρούμενη αυτή, που κάποιος τόσο σπουδαίος πήρε το μέρος της.

Ο άντρας συγκλονίστηκε. Κατάλαβε αστραπιαία πως ήταν λάθος να μεταφέρει μέσα στο σπίτι του την ένταση της δουλειάς και να ξεσπά στη γυναίκα του άδικα, και χαμήλωσε το κεφάλι. Μέσα του ήλθαν τα πάνω κάτω.

Και τότε ο Γέροντας, αφού είδε την αλλαγή του, αφού κατάλαβε πώς ο φταίχτης συναισθάνθηκε το σφάλμα του, άλλαξε τελείως συμπεριφορά, άπλωσε το χέρι και τον χάιδεψε στο κεφάλι.

– Βρέ μανούλα μου, του είπε τρυφερά, άμα είσαι σε μια βάρκα… Έχεις μπει ποτέ σε βάρκα;

– Γέροντα, έχω μπει, ψέλλισε ντροπιασμένος ο άνθρωπος.

– Έχεις κάνει κουπί;

– Έχω κάνει.

– Με πόσα κουπιά;

– Με δύο.

– Έχεις κάνει βάρκα με ένα κουπί;

– Όχι.

– Άμα κάνεις βάρκα με ένα κουπί, πού θα πας;

– Δεν ξέρω.

– Θα γυρίζεις γύρω-γύρω, βρέ μπουμπούνα, έτσι; Έτσι είναι και με τη γυναίκα σου. Άμα τραβάς μόνο εσύ κουπί, δεν πάτε πουθενά.

Είστε μια βαρκούλα οι δύο σας, ο γάμος σας είναι μια βαρκούλα και σας έχουν ξαμολήσει μέσα στον ωκεανό.

Για να φτάσετε στο λιμάνι, πρέπει να τραβάτε και οι δύο κουπί.

Άμα τραβάς μόνο εσύ, δεν γίνεται.

Κατάλαβες;

Αγάπη και αμνησικακία

Ήταν ένα ζευγάρι άτεκνο. Και οι δύο με κοινό πνευματικό και θρησκευόμενοι. Οπότε η σύζυγος, εγκαταλείπει τον σύζυγο γιατί δεν της έκανε παιδιά. Δεν δίνει καμιά ευκαιρία στον γάμο της, πού ήταν μάλιστα και ο δεύτερος γάμος της!

Σκοπός της και θέλημα της να κάνει παιδιά. Τον διώχνει από το σπίτι λοιπόν, αλλά δέχεται και να την συντηρεί, ασχέτως αν δεν τον παραδέχοταν για άντρα της.

Ο σύζυγος να την παρακαλεί, να βάζει μεσίτη τον πνευματικό, αλλά και να την συντηρεί οικονομικά χωρίς να γογγύζει. Αυτή εκμυστηρεύεται στον πνευματικό, μετά από πολλά, ότι κατάφερε να μείνει έγκυος από έναν άλλο, εκτός γάμου και πάει για τρίτο γάμο!

Θρησκευόμενη και δεν κατανόησε πώς σκοπός του γάμου δεν είναι μόνο η παιδοποιία. Τα λεφτά εν τω μεταξύ τα λάμβανε κανονικά από τον κανονικό της σύζυγο, εν πλήρει αναισθησία.

Οπότε ασθενεί η κυρία αυτή και κινδυνεύει μάνα και παιδί. Ο κανονικός σύζυγος ζητά την προσευχή του πνευματικού! Ο πνευματικός του απαντά πώς δικαίως δοκιμάζεται αυτή γιατί το άδικο δεν το ευλογεί ο Θεός. Και τί λέει τότε ο απατημένος άνθρωπος πλην ευλογημένος:
Για εκείνη παρακαλώ, αλλά και για το παιδάκι! Πονούσε το ξένο παιδάκι πού ήταν απόδειξη της απάτης και της κακίας της συζύγου του! Κόκκαλο ο πνευματικός! Διδάχτηκε από το πνευματικοπαίδι!

Γι αυτό και οι γέροντες λένε: Τί καλό θα ήταν κάποτε να διδασκόμαστε από τις αρετές των κοσμικών, και να αποφεύγουμε τις "αρετές" των χριστιανών.

Ο Άγιος Παΐσιος και ο μικρός Αναστάσης - Το θαύμα δεν γίνεται πάντα

Η ευλαβής μητέρα σου σε πήρε από το χέρι ένα απόγευμα του Μάη να βρείτε τον παππούλη. Εκείνος ησύχαζε σε ένα κελί στη Σουρωτή, έτσι της είχαν πει, το δικό σου παιδικό κορμάκι βασανισμένο από χειρουργικές επεμβάσεις επιζητούσε τη χαμένη παιδική ανεμελιά. Η μητέρα σου δάκρυζε σιωπηλά καθ’ όλη τη διαδρομή, κι όταν η μοναχή σας συνόδευε στο ανηφορικό μονοπάτι προς το κελί του γέροντα, ο πόνος της, το κλάμα της, σπάραζε ακόμα κι αυτή τη φύση που αναγεννιόταν.

«Σοφία μην κλαις». Χωρίς να την έχει ξαναδεί, χωρίς να χει πει σε κανένα και καμία το όνομά της, εκείνος μόλις την είδε την παρηγόρησε, αληθινά, προσευχητικά, ταπεινά, με ειλικρίνεια, και της πήρε με μιας όλο τον πόνο που κουβαλούσε στην ψυχή της. Άνοιξε την κουρασμένη από τους ασκητικούς αγώνες αγκαλιά του. Έτρεξες όπως το εγγόνι στον παππού του, τον καταφιλούσες κι εκείνος σου χάιδεψε τα μαλλιά. Παρηγόρησε τη μητέρα σου κι έπειτα στράφηκε σε σένα. Επίμονα τραβούσες το μεγάλο ξύλινο σταυρό που είχε κρεμασμένο στο στήθος του.

«Αναστάση, όχι ακόμα. Θα ρθει η ώρα που θα γίνει δικός σου». Αυτά ήταν τα λόγια του και τα μάτια του γέμισαν δάκρυα. Υπέφερες από ποικίλες ασθένειες, όπως κι εκείνος. Δε μίλησε στη μητέρα σου για θεραπεία, για θαύμα. Είχε στην αγκαλιά του έναν άγιο κι αυτό του αρκούσε. Η οσιακή του αγκαλιά δέχθηκε ένα βασανισμένο παιδικό κορμάκι μα συνάμα ένα σύγχρονο μάρτυρα. Τι συνάντηση Θεέ μου! Μέσα από πόνους κι αγώνες, μέσα από θυσίες υπηρέτησες το Θεό και την Εκκλησία του 40 χρόνια. Τόσα σου χάρισε η φιλεύσπλαχνη μακροθυμία του. Κι εκείνος είχε τη διορατικότητα να το διακρίνει. Οι δικοί του αγώνες στην έρημο του Άθω ευωδίαζαν σαν μυρίπνοα άνθη, κι εσύ μη χορταίνοντας τη μυρωδιά του Παραδείσου θέλησες να ανθίσεις γρηγορότερα.

Αποχαιρετιστήκατε σαν δυο παλιοί φίλοι. Εσύ 4 ετών, κι εκείνος κοντά στα 70. Αποχαιρετιστήκατε δίνοντας υπόσχεση πως θα βρεθείτε πάλι σύντομα. Τι σου είναι η άχρονη αιωνιότητα ε; Πάντα είναι συνεπής στο ραντεβού της. Όταν μαζί, λίγο πριν το τέλος, λίγο πριν μπεις για τελευταία φορά στο νοσοκομείο, επισκεφθήκαμε τον τάφο του σε είδα βαθιά συγκινημένο. Όταν σε πλησίασα μου είπες αφοπλιστικά. «Άραγε μου δωσε ο γέροντας το σταυρό που μου είχε υποσχεθεί;».

Δεν στο έδωσε απλά Αναστάση. Στον κληροδότησε. Αιωνία σας η μνήμη!

Ο Άγιος Ευθύμιος και οι σιτοκλέφτες
Ένα βράδυ, ενώ το φεγγάρι ήταν ολό­γιομο και έφεγγε μέσα στο σκοτάδι, ο άγιος Ευθύμιος, ο Μέγας, μόλις είχε τελειώσει τους μεσονυκτικούς ύμνους στο Ναό, και, όπως συ­νήθιζε, έκανε μια μικρή βόλτα στα παρεκκλή­σια της Μονής, για να αποτινάξει τον ύπνο από τα βλέφαρά του και να συνεχίσει έπειτα την αγρυπνία του.

Ξαφνικά μέσα στη γλυκειά ηρεμία της αστροφεγγιάς, βλέπει δύο άνδρες να κλέβουν το σιτάρι της Μονής από τις υπόγειες αποθήκες. Ο ένας έβγαζε από το υπόγειο το σιτάρι και το τοποθετούσε μέσα σε σακιά, ενώ ο άλλος τα έπαιρνε και τα στοίβαζε σε μια γωνιά, που κανένας δεν μπορούσε να τα διακρίνει.

Μόλις όμως ο μεταφορέας εκείνος σιτοκλέφτης είδε από μακριά τον Όσιο να έρχε­ται, έτρεξε να φύγει και άφησε τον σύντροφό του μέσα στο λάκκο χωρίς βοηθό.

Ο Μέγας Ευθύμιος κατάλαβε τι συνέβαινε, πόνεσε τα πλάσματα του Θεού που βρίσκονταν σε τόση άθλια κατάσταση φτώχειας, ώστε να φθάνουν στη δολιότητα και στην κλεψιά, και πήρε την απόφαση να αναπληρώσει εκείνον που κρύ­φτηκε από φόβο.

Πράγματι, ο σιτοκλέφτης που έμεινε στον λάκκο και άδειαζε την απο­θήκη , χωρίς να αντιληφθεί απολύτως τίποτε από όσα έγιναν, εξακολουθούσε να βγάζει ε­πάνω το σιτάρι, ο δε άγιος Ευθύμιος το παραλάμβανε και το μετέφερε.

Αφού λοιπόν ο άνθρωπος αυτός έβγαλε από το υπόγειο αρκετό σιτάρι και ήθελε να ανέβη επάνω, του είπε ψιθυριστά στο αυτί ο Μέγας Ευθύμιος:
 
-Θα φύγουμε και θα αφήσουμε εκείνα τα τυριά; Και συγχρόνως του έδειχνε με το δάκτυλο το σημείο που βρίσκονταν.

Εκείνος από το φόβο του δεν είχε ακόμη καταλάβει τι συνέβαινε και του λέει:

-Από πού το ξέρεις εσύ ότι έχει εκεί τυριά;

Άκουσα, του λέει ο Άγιος, πριν από λί­γο τον Επίσκοπο να το λέει.

Ο σιτοκλέφτης έψαξε αμέσως και βρή­κε τα τυριά. Πήρε όσα νόμιζε ότι του χρει­άζονται, τα έδωσε στα χέρια του βοηθού του, του Αγίου Ευθυμίου, και εκείνος τα στοίβαζε στην ίδια γωνιά που ήταν το σιτάρι. Τέλος του έδωσε και το χέρι και τον τράβηξε επάνω.

Μόλις ο κλέφτης αντιλήφθηκε ποιός ή­ταν εκείνος που τον τράβηξε επάνω και τον βοηθούσε τόση ώρα, άρχισε να τρέμει, πάγωσε, κυριολεκτικά, κυριεύτηκε από φόβο, ντρο­πή και θαυμασμό, μέσα στην ψυχή του ένιω­σε υπερβολική συγκίνηση και έπεσε στα πό­δια του Αγίου, ζητώντας του συγνώμη.

Ο Άγιος τον σήκωσε επάνω, τον χάιδεψε, τον αγκάλιασε και του είπε:

Μη στε­νοχωριέσαι, παιδί μου, διότι τα πράγματα αυτά είναι και δικά σου και του Θεού. Και αν πήρες κάτι απ’ αυτά, απ’ τα δικά σου πήρες και όχι από τα ξένα. Και πάλι όταν έχεις ανά­γκη, έλα πάλι να πάρεις.

Ο σιτοκλέφτης παρηγορήθηκε με τα λό­για του Αγίου και έμεινε θαυμάζοντας την ανεξικακία και τη φιλανθρωπία του. Άλλαξε εντελώς από τότε η ζωή του και δεν έπαυσε να διηγείται σε όλους τους φίλους του τι συνέ­βη.

Κουβαλώντας την αμαρτία του άλλου

Κάποτε ένας μοναχός κάποιας Μονής παρακάλεσε τον Θεό να του ανοίξει τα μάτια για να βλέπει σε κάθε άνθρωπο την κρυμμένη κακία και να μπορεί έτσι να προτρέχει σε βοήθεια.

Όταν ο Κύριος εισάκουσε την προσευχή του, ο μοναχός προσπάθησε να εντείνει τις προσπάθειες του, καθώς τώρα διέκρινε με σαφήνεια το κακό. Εξαιτίας όμως της πνευματικής του ανωριμότητας, το κακό τον γέμισε τρόμο, και στη συνέχεια ένιωσε αηδία και τελικά αποστροφή για τους ανθρώπους.

Μια μέρα έφτασε στο μοναστήρι κάποιος που ήθελε να μιλήσει με το γέροντα της Μονής. Ο μοναχός που είχε αξιωθεί να βλέπει το κακό, βλέποντας πόσο αμαρτωλός και βαθιά εξαχρειωμένος ήταν ο επισκέπτης, του είπε τα εξής:

«Πώς τολμάς να εμφανίζεσαι και να ζητάς το γέροντα έτσι όπως είσαι; Η παρουσία σου τον προσβάλλει»! Ο επισκέπτης έφυγε. Ο γέροντας τότε κάλεσε τον μοναχό και τον ρώτησε αν είχε έλθει κανείς.

«Ναι», απάντησε ο μοναχός

«Και γιατί δεν είναι εδώ;», ξαναρώτησε ο γέροντας.

«Τον έδιωξα…».

Ο γέροντας τον κοίταξε και του είπε:

«Δεν σκέφτηκες ό,τι ίσως αυτή ήταν η τελευταία ευκαιρία του ανθρώπου αυτού;».

Ο νεαρός μοναχός ταραγμένος, ζήτησε από το γέροντα να ικετεύσει το Θεό να του αφαιρέσει το διορατικό χάρισμα που είχε λάβει. Όμως ο γέροντας του απάντησε:

«Όχι, ο Θεός δεν παίρνει πίσω ό,τι δωρίζει. Θα Του ζητήσω όμως, όταν θα βλέπεις το κακό σε κάποιον άνθρωπο, να το βιώνεις σαν να ήταν δικό σου, επειδή και αυτός και εσύ είστε μέλη ενός μοναδικού σώματος, του σώματος της ανθρωπότητας…»

Ο ίδιος αυτός μοναχός, στα πλαίσια των περιοδειών του, έφτασε κάποτε έξω από ένα σπίτι, όπου και ζήτησε φιλοξενία ή πιο συγκεκριμένα να του επιτρέψουν να μπει και να του παραχωρήσουν ένα μικρό χώρο για να προσευχηθεί. Δεν ικέτεψε για καταφύγιο και στέγη, παρά μόνο για το δικαίωμα να κάνει την προσευχή του.

Ο οικοδεσπότης ξαφνιάστηκε, και όταν ο φιλοξενούμενος του μπήκε στο δωμάτιο και άρχισε να προσεύχεται, έστησε αυτί. Ξαφνικά άκουσε τον μοναχό να προσεύχεται κλαίγοντας και να εξομολογείται στο Θεό τα αμαρτήματα του οικοδεσπότη (που ήταν άνθρωπος κακός, φορτωμένος με πολλά αμαρτήματα) σαν να τα είχε διαπράξει ο ίδιος.

Ακούγοντας όλα του τα αμαρτήματα, ο οικοδεσπότης είδε τον εαυτό του. Μέσα από τα μάτια εκείνου του δίκαιου ανθρώπου, κοίταξε τον δικό του εαυτό. Τρόμαξε, άρχισε να μετανοεί και να κλαίει. Εξομολογήθηκε στο μοναχό εκείνο και μόλις τελείωσε, είχε πια θεραπευτεί.

Ο Άγιος Ανδρέας ο δια Χριστόν Σαλός και ο ευνούχος
Σε μια στιγμή τον πλησίασε (τον Άγιο Ανδρέα τον δια Χριστόν σαλό) κι ένας νεαρός ευνούχος, δούλος κάποιου πλούσιου άρχοντα. Το πρόσωπό του ήταν ροδαλό και το δέρμα του λευκό. Όμορφος, ξανθός και λεπτεπίλεπτος, φορούσε ρούχα πολυτελή και μύριζε από μακριά αρώματα. Ήταν συνομήλικος, γείτονας και φίλος του Επιφανίου (φίλου και μαθητή του Αγίου). Στο χέρι του κρατούσε μια αρμαθιά χουρμάδες. Βλέποντας τον όσιο γυμνό, απόρησε και ρώτησε ταραγμένος τον Επιφάνιο:

-Ποιός είναι αυτός φίλε μου; Γιατί γυρίζει γυμνός μέσα στο κρύο και κάθεται κάτω σαν θαλασσοδαρμένος;

-Τι να σου πω, δεν ξέρω. Φαίνεται πως τον νου του τον έχει αιχμαλωτίσει ο πονηρός, γι’ αυτό γυρίζει εδώ κι εκεί σαν τρελός (ο Επιφάνιος γνώριζε ότι ο όσιος παριστάνει τον σαλό, αλλά δεν είχε ευλογία από τον Άγιο να τον φανερώσει στον κόσμο). Όλοι οι δαιμονισμένοι έτσι κάνουν, ξεσκίζουν τα ρούχα τους και κυκλοφορούν γυμνοί, χωρίς να αισθάνονται το κρύο ή τη ζέστη.

Ο ευνούχος συμπόνεσε τον όσιο και του έδωσε τους χουρμάδες.

-Πάρε αυτά για την ώρα, του είπε, δεν έχω τίποτ’ άλλο μαζί μου.

Ο όσιος, όμως, που με τα νοερά μάτια έβλεπε την κατάσταση της ψυχής του, τον κοίταξε βλοσυρά και του είπε:

-Οι σαλοί δεν δέχονται δώρα από κωλοφονίους (εννοώντας τους ομοφυλόφιλους, κάνοντας λογοπαίγνιο με την λέξη κολοφώνιο που είναι είδος λάχανου).

Εκείνος δεν κατάλαβε το υπονοούμενο και είπε:

-Είσαι πραγματικά τρελός. Χουρμάδες βλέπεις και για κολοφώνια τους περνάς;

-Πήγαινε, δόλιε, στο δωμάτιο του κυρίου σου, του αποκρίθηκε ο μακάριος, και κάνε μαζί του την βδελυρή αμαρτία των Σοδομιτών, για να σου δώσει κι άλλους χουρμάδες. Ταλαίπωρε! Ούτε το φως της Βασιλείας των Ουρανών βλέπεις, ούτε την αγριότητα της γέεννας γνωρίζεις, ούτε τον άγγελό σου, που σε ακολουθεί καταλυπημένος, ντρέπεσαι. Τι θα γίνει μ’ εσένα, βρωμερέ, που συχνάζεις στις γωνιές μαζί με άλλους και κάνεις πράξεις αφύσικες, πράξεις που ούτε τα σκυλιά τις ξέρουν, ούτε οι χοίροι, ούτε τα φίδια; Από που τα έμαθες αυτά, ακάθαρτε; Κρίμα στα νιάτα σου, που τα πλήγωσε ο σατανάς και τα γκρέμισε εύκολα στα τρίσβαθα του άδη. Πρόσεξε, μη συνεχίσεις έτσι, για να μη ρίξει φωτιά ο Θεός και σε κάψει, κι έτσι από τη μια φωτιά πέσεις πρόωρα στην άλλη, την αιώνια!

Η ταραχή του ευνούχου ήταν φανερή. Είχε κατακοκκινίσει από την ντροπή του.

-Αλίμονό μου! μπόρεσε μόνο να ψελλίσει.

-Τι έπαθες φίλε μου; τον ρώτησε ο Επιφάνιος. Γιατί κοκκίνισες έτσι; Ωστόσο μην περιφρονήσεις τα λόγια του. Αν η συνείδησή σου σε ελέγχει για κάτι απ’ αυτά που σου είπε, φρόντισε να διορθωθείς. Είσαι νέος κάι εύκολα ξεγελιέσαι από τον σατανά. αυτός είναι φοβερός, είναι πανούργος και μοχθηρός συνάμα. Μας σπρώχνει στην αμαρτία, για να έχει κι εμάς μαζί του στη φωτιά της γέεννας και να παρηγοριέται.

Ο ευνούχος έφυγε με το κεφάλι κατεβασμένο, δίχως να πει τίποτα.

Ο Επιφάνιος σήκωσε τον όσιο και μπήκαν στο σπίτι του. Βρήκαν το τραπέζι στρωμένο. Κάθησαν κι έφαγαν. Όταν τελείωσαν, ο Επιφάνιος ρώτησε τον όσιο:

-Γιατί, κύριέ μου, μίλησες τόσο σκληρά στον φίλο μου;

-Επειδή ακριβώς είναι φίλος σου, γι’ αυτό του μίλησα έτσι. Αν δεν ήταν φίλος σου, δεν θα του έλεγα ούτε μια λέξη. Σκοπός μου δεν είναι να ελέγχω τους αμαρτωλούς, αλλά να βαδίζω στον ίσιο δρόμο, που οδηγεί στον ουρανό.

-Αφού, όμως, είναι δούλος και βιάζεται από τον αφέντη του, τι μπορεί να κάνει ο καημένος;

-Το ξέρω πως είναι δούλος, είπε ο όσιος, πρέπει να υπηρετεί τον αφέντη του μόνο στις υλικές του ανάγκες, όχι στα έργα του διαβόλου και στις άνομες πράξεις, και μάλιστα σ’ αυτό το σιχαμερό, σ’ αυτό το καταραμένο αμάρτημα, που ούτε στα άλογα ζώα το συναντάμε! Τι άνθρωπος είναι, αφού δεν αισθάνεται τη δυσοσμία της κοπριάς και δεν φεύγει μακριά της;

-Αν, όμως, ο αφέντης του, ξαναείπε ο Επιφάνιος, τον προστάξει να κάνει κάποια υπηρεσία, ακόμα και αμαρτωλή, και ως δούλος δεν υπακούσει, ξέρεις τι τον περιμένουν-και βρισιές και ξύλο και τόσα άλλα βάσανα.

-Αυτό, παιδί μου, είναι το μαρτύριο του Χριστού. Αυτό εννοούσε ο Κύριος, όταν έλεγε: «Μακάριοι είναι όσοι διώκονται για την αρετή, γιατί σ’ αυτούς ανήκει η Βασιλεία του Θεού” (Ματθ. 5, 10). Αν οι δούλοι δεν υποκύπτουν στη βδελυρή σοδομιτική επιθυμία των κυρίων τους, είναι μακάριοι και τρισμακάριοι, γιατί με τα βάσανα που θα υποφέρουν, θα στεφανωθούν από τον Κύριο σαν μάρτυρες.

Η δύναμη του καλού λογισμού

Ο Γέροντας Νικόλαος έζησε στην Σκήτη του Αγίου Παντελεήμονος της Ιεράς Μονής Κουτλουμουσίου, με υποτακτικούς τους μοναχούς Μάξιμο και Σπυρίδωνα. Ο μακαριστός Γέροντας έφυγε από την Κύπρο για το Άγιο Όρος κοντά στο έτος 1890. 

Αξιοπρόσεκτη και αξιοθαύμαστη κρίνεται μια διήγηση που αναφέρεται στο Γέροντα, την οποία κατέγραψε ο Αγιορείτης μοναχός Μωυσής και την οποία ο συμπατριώτης μας μοναχός, συχνά έλεγε καλόκαρδα, στο μακαριστό Γέροντα Χερουβείμ. Η διήγηση σχετίζεται με τους καλύτερους «φίλους» του πατέρα Νικόλαου, που δεν ήταν άλλοι από τα ενοχλητικά έντομα κοριοί. Τα έντομα αυτά βρίσκονταν σχεδόν σε κάθε σπίτι και υποστατικό, τουλάχιστον στο γεωγραφικό χώρο της πατρίδας μας, μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα, περίοδο κατά την οποία, άρχισε εντατικά η καταπολέμηση τους με εντομοκτόνα φάρμακα.

Έλεγε ο καλοκάγαθος, ταπεινός Γέροντας, για τους κοριούς που τους θεωρούσε καλούς συντρόφους και συμπαραστάτες στο πνευματικό έργο του: Δεν μας αφήνουν να κοιμηθούμε περισσότερο από μισή ώρα. Γι’ αυτό τους χρεωστούμε ευγνωμοσύνη. Δεν μας αφήνουν ούτε μια νύκτα μόνους. Μας κάνουν μεγάλο καλό, διότι δεν επιτρέπουν να μας κυριεύσει ο ύπνος. Μας θυμίζουν ότι ο μοναχός πρέπει να βρίσκεται ενώπιον του Θεού, όσο το δυνατόν περισσότερες ώρες. Να λοιπόν που ο θετικός λογισμός μπορεί να μεταβάλει το κακό σε καλό, να αναπαύσει την ψυχή και να δυναμώσει το πνεύμα. Ο Γέροντας Νικόλαος έζησε στο περιβόλι της Παναγίας για πενήντα περίπου χρόνια και κοιμήθηκε γύρω στο 1940. 

Η αγάπη είναι πάνω απ’ όλα (Αγ. Πορφύριος)

Η αγάπη προς τον Χριστό δεν έχει όρια, το ίδιο και η αγάπη προς τον πλησίον. Να εκτείνεται παντού, στα πέρατα της γης. Παντού, σε όλους τους ανθρώπους.

Θα σας το πω μ’ ένα παράδειγμα. Ήταν ένας ασκητής κι είχε δύο υποτακτικούς. Προσπαθούσε πολύ να τους ωφελήσει και να τους κάνει καλούς. Είχε, όμως, την ανησυχία αν όντως προχωρούν στην πνευματική ζωή, αν προοδεύουν κι αν είναι έτοιμοι για τη Βασιλεία του Θεού. Περίμενε ένα σημάδι γι’ αυτό απ’ τον Θεό, αλλά δεν έπαιρνε καμία απάντηση. 

Κάποια ημέρα θα γινόταν αγρυπνία στην εκκλησία μιας άλλης σκήτης που απείχε πολλές ώρες απ’ τη δική τους. Έπρεπε να γίνει πορεία μες στην έρημο. Έστειλε τους υποτακτικούς του απ’ το πρωί, ώστε να φθάσουν νωρίς, για να τακτοποιήσουν την εκκλησία, κι ο Γέροντας θα πήγαινε τ’ απόγευμα. Οι υποτακτικοί είχαν προχωρήσει αρκετά, όταν ξαφνικά άκουσαν βογκητά. Ήταν ένας άνθρωπος βαριά τραυματισμένος και ζητούσε βοήθεια:

—Πάρτε με, σας παρακαλώ, τους έλεγε, γιατί εδώ είναι ερημιά, κανείς δεν περνάει, ποιός θα μπορέσει να με βοηθήσει. Εσείς είστε δύο. Σηκώστε με και οδηγήστε με στο πρώτο χωριό. 

—Δεν μπορούμε! του είπαν. Βιαζόμαστε να πάμε για την αγρυπνία, έχουμε πάρει εντολή να ετοιμάσουμε. 

—Πάρτε με, σας παρακαλώ! Αν μ’ αφήσετε, θα πεθάνω, θα με φάνε τα θηρία. 

—Δεν μπορούμε! Τί να κάνουμε, πρέπει να πάμε στο καθήκον μας. 

Κι έφυγαν. Τ’ απόγευμα ξεκίνησε ο Γέροντας για την αγρυπνία. Πέρασε από τον ίδιο δρόμο. Έφθασε και στο μέρος που ήταν ο τραυματισμένος. Τον βλέπει, τον πλησιάζει και του λέει:

—Τί έπαθες, άνθρωπε του Θεού; Τί εχεις; Από πότε είσαι εδώ; Δε σε είδε κανείς; 

—Πέρασαν το πρωί δύο μοναχοί και τους παρακάλεσα να με βοηθήσουν, αλλά βιαζόντουσαν να πάνε στην αγρυπνία. 

—Θα σε πάρω εγώ. Μην ανησυχείς! Του λέει. 

—Δεν μπορείς εσύ, είσαι γέροντας, δεν μπορείς να με σηκώσεις, αδύνατον! 

—Όχι, θα σε πάρω! Δεν μπορώ να σ’ αφήσω! 

—Μα δεν μπορείς να με σηκώσεις. 

—Θα σκύψω και συ πιάσου από πάνω μου και λίγο λίγο θα σε πάω σε κανένα κοντινό χωριό. Λίγο σήμερα, λίγο αύριο, θα σε φθάσω. 

Και τον πήρε με μεγάλη δυσκολία κι άρχισε να βαδίζει με το βάρος εκείνο μες στην άμμο πάρα πολύ δύσκολα. Ο ιδρώτας έτρεχε ποτάμι και σκεπτόταν: «Έστω και σε τρεις μέρες θα φθάσω». Καθώς όμως προχωρούσε άρχισε να νιώθει το φορτίο του πιο ελαφρό, πιο ελαφρό και σε κάποια στιγμή αισθάνθηκε σαν να μην κρατάει τίποτα. Τότε γυρίζει πίσω να δεί τι συμβαίνει και βλέπει με έκπληξη πάνω του έναν άγγελο. Ο άγγελος του είπε: 

—Μ’ έστειλε ο Θεός να σε πληροφορήσω ότι οι δύο υποτακτικοί σου δεν είναι άξιοι της Βασιλείας του Θεού, γιατί δεν έχουν αγάπη. 

Η κοινωνική ευθύνη του Χριστιανού (Αγ. Παΐσιος)

Κάποια φορά μου μήνυσε ο γέροντας να κατέβω στο κελλί του. Πήγα χαρούμενος που θα τον έβλεπα. Είχε κέφια, με κέρασε, και έκανε πολλά αστεία. Μετά μου είπε το λόγο που με φώναξε. 

— Πάρε αυτό το γράμμα να το πάς στο μοναστήρι, στη Σουρωτή, μούδωσε το γράμμα,… περίμενε να φέρω και… γραμματόσημο! 

Γέλασα! Το πήρα για αστείο! Άφού θα το πήγαινα εγώ προσωπικά, τι χρειαζόταν το γραμματόσημο; Γέλασε και ο γέροντας και συνέχισε τα αστεία. Έφερε το γραμματόσημο και το κόλλησε ηχηρά πάνω στο γράμμα, ενώ συνέχισε να λέει διάφορες έξυπνες παρατηρήσεις που με έκαναν να σκάω στα γέλια. 

Αφού γελάσαμε και χαρήκαμε, ο γέροντας σοβαρεύτηκε και μου είπε: 

— Σοβαρά το έβαλα το γραμματόσημο. Τον κοίταξα με απορία και συνέχισε. 

— Ναί, σοβαρά… για να μην αδικήσω!

— Ποιόν ν’ αδικήσετε γέροντα;

— Το κράτος! Κανονικά έπρεπε να το στείλω με το ταχυδρομείο, να πληρώσω και να πάρει το κράτος το φόρο. Τώρα έτσι χωρίς γραμματόσημο, θα έκλεβα το φόρο από το κράτος!

— Μα γέροντα.. εδώ οι άλλοι κλέβουν τα πεντοχίλιαρα με τα πάμπερς! Εσείς για ένα γραμματόσημο σκάτε; 

— Δεν έχει σημασία… Επειδή ο άλλος είναι κλέφτης να γίνω και εγώ;… Δηλαδή επειδή ο άλλος είναι φονιάς, να σκοτώσω; Δεν πάει έτσι το πράμα.

— Μα γέροντα εδώ όλοι κοιτάνε να κλέψουν το κράτος, τα χρήματα που μαζεύουν από τους φόρους… Έρχονται οι πλούσιοι, δήθεν ότι θα κάνουν κάποιο εργοστάσιο ή άλλη δουλειά, παίρνουν «επιδότηση» από το κράτος, δηλαδή τα χρήματα που μαζεύονται από τους φόρους, και μετά με διάφορους τρόπους, τα «τρώνε». 

Βγάζουν μετά τα χρήματα στις τράπεζες του εξωτερικού, αγοράζουν διαμερίσματα στη Γενεύη, στο Παρίσι… Αυτό κάνουν οι πλούσιοι, οι πολιτικοί… όλοι που προσπαθούν να πάρουν κάποιο αξίωμα… Γιατί να πληρώνουμε φόρους; Για να τα κλέβουν αυτοί; 

— Αυτοί που κάνουν αυτά τα πράγματα είναι οι χειρότεροι Έλληνες. Γι’ αυτό προσεύχομαι «να έρθει ένας αέρας». Να τους σηκώσει όλους αυτούς, πολιτικούς κ.λ.π. και να έρθουν άλλοι στα πράγματα… πιο τίμιοι. Εντάξει, να κάνει και ο πολιτικός μια βίλλα, δε βαριέσαι… ας κάνει!.. ΑΛΛΑ να ενδιαφερθεί και για τον τόπο, για την ΠΑΤΡΙΔΑ… να κάνει κάτι για το γενικό καλό… 

Οι σημερινοί μόνο για το συμφέρον τους νοιάζονται… Αδιαφορούν τελείως για το γενικό καλό, για την Πατρίδα, για το Κράτος! 

Πά! Πά! Πά! Κατάντια! 

Παλιά υπήρχε και φιλότιμο. Προσπαθούσε ο άλλος που έπαιρνε ένα αξίωμα, να κάνει κάτι! Με ψήφισαν, σου λέει, με εμπιστεύθηκαν! Πολλοί μάλιστα έβαζαν και από την τσέπη τους για να γίνει κάτι καλό στο χωριό ή στην Πατρίδα… στο κράτος. Η Πατρίδα είναι σαν μεγάλη μάννα. Σκεπάζει με τις φτερούγες της όλους τους Έλληνες, να μπορούν να δουλεύουν, να ζουν ήσυχα, να λατρεύουν τον Θεό τους! Για σκέψου νάταν εδώ οι Τούρκοι; Να πηγαίνεις το πρωί στη δουλειά, στο χωράφι και να μην ξέρεις αν θα γυρίσεις ζωντανός! Να δουλεύεις και νάρχονται με το ζόρι να πάρουν τους κόπους σου… ή την γυναίκα ή το παιδί σου. Τα περάσαμε αυτά εμείς οι Έλληνες.

Ενώ τώρα υπάρχει το Ελληνικό κράτος και σκεπάζει τον καθένα με τις φτερούγες του και αισθάνεται ασφάλεια. 

Αυτό το κράτος όλοι το πολεμάνε!! Βάλθηκαν να το καταστρέψουν!!… Ο καθένας με τον τρόπο του..άλλος να μην πληρώσει φόρο… άλλος να μην κάνει καλά τη δουλειά του, την υπηρεσία του, να μή δουλεύει καλά η κρατική μηχανή, να πάει πίσω το εμπόριο, η οικονομία, όλα! Θέλουν να καταστρέψουν το Ελληνικό κράτος! Μασώνοι αυτοί που είπες εσύ και άλλοι πολλοί.

Αν δεν το στηρίξουμε και εμείς αυτό το κράτος, ποιός θα το στηρίξει; 

— Καλά γέροντα… εμείς να πληρώνουμε τους φόρους για να τους «φάνε» οι άλλοι; 

— Εμείς να κάνουμε το σωστό. Να κάνουμε το καθήκον μας… από κεί και πέρα άλλος έχει την ευθύνη. 

Τα πράγματα του Θεού είναι απλά
Ήταν πολύ κουραστικό αυτό το ταξίδι. Είχε, εξάλλου, πολύ καιρό να το κάνει. Θυμόταν τον εαυτό του στο Λύκειο, όταν πήγε να επισκεφτεί για τελευταία φορά τη γιαγιά του, την κυρα-Θοδόσαινα στα Τρόπαια της Γορτυνίας. Και τώρα, τριτοετής φοιτητής της Φιλοσοφικής, να που ξαναπαίρνει τον ίδιο δρόμο. Τι τον έκανε να φύγει από την Αθήνα, τη «Βαβυλώνα τη μεγάλη»; Ούτε και ο ίδιος ήξερε.

Πάντως ένα είναι σίγουρο, πως πνιγόταν. Πνιγόταν από τους φίλους, τα μαθήματα, τους γονείς, απ’ όλους. Ένιωθε πως κανείς δεν τον καταλάβαινε, κανείς δεν μπορούσε να γίνει κοινωνός στην αναζήτησή του για πλέρια αλήθεια και γνησιότητα. Κι αυτή ακόμη η χριστιανική του παρέα τον έπνιγε. Όλοι τους ήταν τακτοποιημένοι, όλοι τους είχαν ταμπουρωθεί πίσω από κάποιες συνταγές, κάποιες ρετσέτες σωτηρίας και δεν έλεγαν να κουνηθούν από κει. Μα αυτός... Αυτός ήταν διαφορετικός.

Δεν βολευόταν σε σχήματα και σε κουτάκια. Ήθελε να βιώσει τον Χριστιανισμό αληθινά, όχι κίβδηλα. Να μπει στο νόημα παρευθύς και όχι να καμαρώνεται τον ευσεβή. Εξάλλου, του φαινόταν τόσο απλοϊκό και ανόητο να υιοθετήσει μια τυποκρατική και ευσεβιστική χριστιανική βιωτή τη στιγμή που η ίδια του η επιστήμη, αλλά και η έμφυτη τάση του γι’ αναζήτηση, για ψάξιμο και ψηλάφηση του αληθινού τον ωθούσε προς μια άλλη ζωή. Μα, πόσο δύσκολο ήταν, Θεέ μου! Πόσο βασανιζόταν! Κάποια στιγμή ένιωσε πως είχε φτάσει στο απροχώρητο. Το κεφάλι του πήγαινε να σπάσει...

- Πάω στη γιαγιά μου στα Τρόπαια, φώναξε μια μέρα στο σπίτι και αφήνοντας πίσω του φωνές για μαθήματα και εξετάσεις, μήτε ο ίδιος ξέρει πότε, βρέθηκε στο λεωφορείο.

Και να που ζύγωνε στο σπίτι της γιαγιάς του. Ντάλα ο ήλιος πάνω από το κεφάλι του κι από παντού να έρχονται χίλιες ευωδιές από την ανοιξιάτικη, αρκαδική φύση. Δεν πρόλαβε όμως ο άμοιρος να ρουφήξει λίγο βουνίσιο αέρα, όταν ακούστηκε η γνώριμη τσιριχτή φωνή της γειτόνισσας:

- Μαριγώωωω! Τρέξε καλέ, ήρθε ο Αλέκος! Την επόμενη στιγμή είδε να ξεπροβάλλει από το πλινθόκτιστο σπιτάκι η γιαγιά του σκουπίζοντας τα παχουλά της χέρια στην ποδιά της και λέγοντας:

- Καλώς τον πασά μου, καλώς τον γιόκα μου, καλώς ήρθες, Αλέκο μου! Κι αμέσως βρέθηκε στην αγκαλιά της. Τι ήταν αυτό; Σα να μπήκε σε λιμάνι απάνεμο, σα να του έφυγε όλη η αντάρα του μυαλού του.

Ξαφνικά άδειασε και την αγκάλιασε κι αυτός.

- Καλώς σε βρήκα, γιαγιά.

- Κόπιασε, γιε μου, να ξαποστάσεις.

Μόλις μπήκε στο χαμηλοτάβανο σπιτάκι, τον συνεπήρε η μυρωδιά της σπανακόπιτας και του λιβανιού.

Σίγουρα η γιαγιά είχε φουρνίσει από το πρωί ακόμη και είχε λιβανίσει το σπίτι τρεις- τέσσερις φορές.

- Πάλι λιβάνι γιαγιά;

- Α! Όλα κι όλα, άμα δεν κάνω τα θεοτικά μου τρεις φορές την ημέρα, δεν μπορώ να κοιμηθώ.

- Και σαν τι λες;
- Μνήσθητί μου, Κύριε! Ό,τι λέει η Σύνοψη.
- Και τα εννοείς;
- Γιέ μου, αυτά είναι μυστήρια του Θεού, ποιος να τα εννοήσει; Αλλά μη γνοιάζεσαι, σα δεν καταλαβαίνω εγώ, νογά ο Θεός και βλέπει τον κόπο μου, νογά κι ο Διάολος και καίγεται.

- Χμ, καλά τα λες, είπε συγκαταβατικά.

- Στάσου, να σου φέρω λίγη σπανακόπιτα, μόλις την έβγαλα από το φούρνο. Κι έφυγε αμέσως για την κουζίνα, το βασίλειό της. Ο Αλέκος έμεινε μόνος του στο καθιστικό. Αισθανόταν άνετα και ζεστά εκεί, μολονότι ήξερε πως, εάν έκανε τη ζωή της γιαγιάς του σε τούτο το χωριό, σίγουρα θα τρελαινόταν. Η καημένη! Δεν ήξερε πολλά γράμματα, αλλά το Ευαγγέλιο δεν έλεγε να το αφήσει από τα χέρια της.

Μέρα – νύχτα το διάβαζε. Όταν λέει «γιαγιά Μαριγώ» του ‘ρχεται πάντα η ίδια εικόνα στο μυαλό: Μια γριούλα παχουλή, με σφιχτοδεμένο κότσο να κάθεται στην πολυθρόνα και να διαβάζει το Ευαγγέλιο ψιθυριστά. Δυστυχώς, η γιαγιά δεν ήξερε τίποτα από Φιλοσοφία. Θυμάται μια φορά που της ανέφερε τον Heidegger. Τον κοίταξε με τρόμο στα μάτια και είπε:

- Παναγιά μου, οι Γερμανοί, ο Θεός να φυλάει την Ελλάδα μας! Η καημένη ήταν αδαής. Δεν αναζητούσε καμιά αλήθεια. Δεν σκοτιζόταν για καμιά ψυχολογική σχολή. Ο Αλέκος έριξε μια ματιά στον τοίχο, αμέτρητες εικόνες. Η γιαγιά είχε μαζέψει όλους τους Αγίους της οικογένειας. Κι όμως αρκούσε ένας σταυρός.

- Γιαγιά, τι τις θες τόσες εικόνες;

- Μνήσθητί μου, Κύριε! Και πώς θα παρακαλέσω τον Αγιαλέξανδρο, σαν δεν έχω την εικόνα του; Άσε το άλλο, κάθε φορά που γιορτάζει Άγιος με εικόνα, το σπίτι έχει πανηγύρι. Άσε όμως αυτά, πες μου τα δικά σου, παλικάρι μου.
Και τότε, άγνωστο γιατί, ο Αλέκος άνοιξε την καρδιά του όπως δεν την είχε ανοίξει ποτέ, ούτε στον πνευματικό του, ούτε και στους γέροντες στο Άγιον Όρος όπου βρισκόταν συχνά – πυκνά. Της είπε για τις αγωνίες του, τη βασανιστική του πορεία για ανεύρεση της αλήθειας, την προσπάθεια ελευθερώσεως του εαυτού του από τα δεσμά της συμβατικότητας και του ηθικισμού, ώστε να ‘ρθει σε κοινωνία αληθινή με το πρόσωπο του πλησίον. Της είπε ακόμη για την αδυναμία του να σταθεί μπροστά στο Θεό χωρίς τη μάσκα του ευσεβή που τον στοιχειώνει από τα παιδικά του χρόνια. Της είπε, της είπε, της είπε... και τι δεν της είπε. Ακολούθησε μια μεγάλη παύση. Η κυρα-Θοδόσαινα έκανε τον σταυρό της αργά – αργά και είπε:

- Μνήσθητί μου, Κύριε! Δεν κατάλαβα γρι. Μπερδεμένα μου τα λες, ματάκια μου. Και θαρρώ πως τα ‘χεις και στο μυαλό σου μπερδεμένα. Ευαγγέλιο διαβάζεις;
- Ορίστε;
- Εκκλησία πας;
- Δεν καταλαβαίνω ...
- Την προσευχή σου την κάμεις;

- Τι εννοείς, γιαγιά;
- Τον πλησίον σου τον συντρέχεις;
- Θαρρώ πως δε με κατάλαβες.
- Αχ παιδάκι μου, εσύ εννοείς να καταλάβεις πως τα πράγματα του Θεού είναι απλά. Δε χρειάζονται πολλές θεωρίες μήτε αξημέρωτες συζητήσεις. Μονάχα τούτο χρειάζεται, να ξαστερώσεις από τις φιλοσοφίες και να πιαστείς από το ρούχο του Χριστού σαν εκείνη τη γυναίκα στο Ευαγγέλιο, να δεις πως τι λένε... την ξέχασα, δεν πειράζει. Τα άλλα όλα θα τα κανονίσει ο Χριστός. Είναι δικές του δουλειές.

Άσε Τον. Ξέρει τι κάνει.

Δεν κάθισε πολύ στα Τρόπαια, στο σπίτι της γιαγιάς του. Μια – δυο μέρες. Ήταν αρκετές. Είδε πράγματα που θα τον συνόδευαν για πολύ καιρό. Είδε τη γιαγιά του να κάνει ατελείωτες μετάνοιες. Την είδε να συντρέχει τη χήρα με τα τρία βυζανιάρικα παιδιά. Την είδε να μαζεύει στο σπίτι της κάθε λογής κουρασμένο στρατοκόπο και να αποθέτει στα χέρια των φτωχών ολάκερη τη σύνταξη του μακαρίτη. Την είδε να κοινωνά την Κυριακή και να λάμπει σαν τον ήλιο όλη τη μέρα.

Μυστήρια του Θεού! Σαν έφυγε με το λεωφορείο για την Αθήνα στριμωγμένος σ' ένα κάθισμα κρατώντας κεφτεδάκια (πεσκέσι της γιαγιάς) σκεφτόταν όσα έζησε τούτες τις λίγες μέρες. Μια μυρωδιά λιβανιού του 'ρθε στη μύτη και μια φωνή να του υπενθυμίζει: «Τα πράγματα του Θεού είναι απλά».
- Λες να 'ναι έτσι; Μνήσθητί μου, Κύριε! 

Ο Γέροντας που γνώρισα ήταν 112 χρονών. Εδώ στο Όρος έχει 99 χρόνια.
Είναι πια σκοτάδι... Ή πράσινη ασπίδα πού μας σκεπάζει δέχεται τα ορμητικά βέλη της μπόρας. Μια θαμπωτή λάμψη, με ένα τεράστιο όγκο βροντής, πού κομματιάζεται και σβήνει σφυρίζοντας σκιάζει και μας και το μουλάρι πού αρνιέται να προχώρηση. Του κάκου το τραβάει ό αγωγιάτης, κι’ εγώ χτυπώ από πίσω. Ρουθουνίζει και μας απειλεί. Ό αγωγιάτης βλαστημάει τους πατέρες που τον στείλανε σ’ αύτη τη δουλειά, αφού τούς είπε πώς δεν ήξερε το δρόμο.  

Ξαφνικά όμως στέκεται και χαμογελάει. Σηκώνοντας το χέρι του, «Μια καλύβα» φωνάζει. Στο βάθος της χαράδρας μόλις ξεχωρίζει ανάμεσα στη πυκνή βροχή, μια στέγη, ένα τζάκι πού καπνίζει. Κρίμα! Ή ελπίδα να βρούμε ένα τέτοιο άσυλο με διασκέδαζε περισσότερο παρά το γεγονός πώς το βρήκαμε. Και με δυνατότερες φωνές ό αγωγιάτης κάνει γρηγορότερο το κατρακύλισμα του μουλαριού.  

Κάτω από ένα ξύλινο γιοφύρι, τα νερά του ρυακιού τρέχουν βουίζοντας θολά. Δεξιά από το γιοφύρι ανασηκώνεται ή στέγη της καλύβας πάνω σε παλιούς γυρμένους τοίχους με πυκνά στρώματα κισσού από πάνω.  

Χτυπούμε την πόρτα. «Δι’ ευχών σας» φωνάζω, «Αμήν» άπαντα μια φωνή από μέσα μαζί με το τρίξιμο του σύρτη.  

Ή πόρτα ανοίγει. Ό Γεροντάκος πού μας δέχεται κάνει το σταυρό του. «Ταλαίπωροι αδελφοί, που σας ήρθε ή Θεομηνία;» ρωτάει και συγχρόνως με δείχνει να περάσω από το στενό διάδρομο πού είναι κατασκότεινος. Βρίσκομαι σε ένα δωμάτιο με καναπέδες ολόγυρα και ένα τζάκι. Το παραθύρι είναι μια μικρή τρύπα με ένα σιδερένιο σταυρό, ανάμεσα. Ό Γέροντας σβέλτος και γελαστός ρωτάει να μάθη πώς είμαι. Με λέει εξοχότατο, και στενοχωρούμαι πού δεν μπορεί το κακορίζικο ύφος μου να ανταποκριθεί αύτη τη στιγμή στον τίτλο πού χαρίζει ό Γεροντάκος, έναν τίτλο άλλως τε πού δεν φιλοδόξησα ποτέ.  

Το τζάκι εν τω μεταξύ γεμίζει ξύλα και ένας δίσκος με ρακί κάνει τη βόλτα του. Βγάζω το βρεμένο πουκάμισο μου. Ύστερα παρακαλώ να μου επιτραπεί να βγάλω και το παντελόνι μου. Έχω παγώσει μέσα στα μουσκεμένα ρούχα μου. Και ο Γέροντας γελάει χτυπώντας τα χέρια του. «Ευχαρίστως, αλλά να φύγω και να σάς κλείσω τη πόρτα». Μένω μόνος και καθίζω πλάι στη φωτιά. Τα ρούχα μου στεγνώνουν κρεμασμένα στην καρέκλα. Σε λίγο φωνάζει απ’ έξω ο Γέροντας. «Εξοχότατε να σάς φέρω ένα ράσο, για να φορέσατε;» Μου φέρνει πράγματι το Ράσο και το φορώ. Όταν με βλέπουν αρχίζουν τα γέλια. «Δεν μένετε να σας κάνουμε Καλόγηρο;»  

Πιστεύω πώς δεν είναι και τόσο εύκολο. Μπορεί το ράσο να μου φέρνει αυτή τη στιγμή μια γλυκεία ζεστασιά, χρειάζεται όμως ένα είδος ηρωισμού να το κράτηση κανείς για πάντα.  

Τα ρούχα μου αχνίζουν και στεγνώνουν σιγά σιγά. Τα ξύλα τριζοβολούν, ανάμεσα στις φλόγες. Εγώ ζητώντας και ένα σκούφο, σκιτσάρω τη φάτσα μου μπρος σ’ έναν μικρό καθρέφτη της τσέπης. Και αφού τελείωσα ,μου λέει ό Καλόγηρος’ «Κρύψετε αυτό το καθρεφτάκι μήπως το δη ό Γέροντας μου, γιατί τέτοια τα απαγορεύει, και θα σάς νομίσει για Μ α σ σ ώ ν ο».  

Τον κοίταξα με απορία. «Μάλιστα» τόνισε. «Εγώ είμαι υποτακτικός του και ο Γέροντας μου είναι 112 χρονών. Είναι πολύ ευλαβής έδώ στο Όρος έχει 99 χρόνια».  

Ή επιθυμία να γνωρίσω τώρα έναν Μαθουσάλα δεν μ’ αφήνει καιρό να λυπηθώ για τους περιορισμούς πού μου θέτουν. Συμμορφώνομαι και στέκω προσοχή καθώς αναγγέλλει τον ερχομό του. Μόλις τον βλέπω, σηκώνομαι, και τον υποδέχομαι από την πόρτα.  

«Ό άγιος Θεός προνοεί για τα πλάσματα του- φώτισε εμάς τού αμαρτωλούς να κτίσουμε το κελί μας έδώ για να σωθείτε από τη Θεομηνία» μουρμουρίζει ό Μαθουσάλας. Τα μάτια του είναι χωμένα κάτω από τις παχιές τούφες των άσπρων του φρυδιών. Ένα κουρελιασμένο ράσο, δεμένο στη μέση με ένα σπάγκο, ξυπόλυτος και στο χέρι του ένα ραβδί. Το κεφάλι του γέρνει προς το στήθος του, τα μαλλιά του αχτένιστα και κολλημένα γύρω στο σκουφί του. Με κοιτάζει από πάνω ως κάτω. Δεν με ρωτάει για το ράσο πού φορώ. Φαίνεται πώς το ξέρει.  

«Είσαι σπανός έκ Θεού ή ξυρίζεσαι;» με ρωτάει, γιατί ακούεται πώς στον Κόσμο γίνονται πολλά τέτοια μασονικά αμαρτήματα. «Έκ Θεού, γέροντα μου» προλαμβάνει ο υποτακτικός, και μού κάνει νεύμα να σωπάσω «Στα μάτια των ανθρώπων διακρίνεται ή ασέβεια και ή απιστία προς τον Θεόν. Μόνον απολαύσεις. Λησμονούν ότι είναι θρήνος και αλαλαγμός δια το προπατορικό αμάρτημα. “Έχετε νυμφευθή;» «Όχι, άγιε γέροντα»- του λέω. «Και εάν επιθυμήσεις το θήλυ; Καταφεύγεις εις πόρνες;» Με φέρνει σε αμηχανία. Αχ τί μας έκανε το μπουρίνι. Ό αγωγιάτης κάτω από το μουστάκι του λέει ψιθυριστά. «Είναι ηθικός και ενάρετος, γέροντα» ο δέ υποτακτικός του συμπληρώνει? «Την σάρκα θεωρεί εχθρό της ψυχής του, και τα πάθη της σαρκός είσοδο της κολάσεως». Κι’ εγώ με κλεισμένο το στόμα φέρνω γύρους με τα μάτια μου με αμηχανία στην αδειανή κάμαρα.  

Φάγαμε ντομάτες, ελιές, σκόρδα, και ψωμί. Είμαι κυριολεκτικά τρομοκρατημένος, γιατί, αν θέλω να φύγω, δεν μπορώ. Ή βροχή συνεχίζεται δυνατότερα. Τα νύχια του Αγίου Μαθουσάλα καθώς είναι μακριά και μαύρα σχίζουν και κομματιάζουν τα σκόρδα. Τρώει με πολλή όρεξη, λέει δέ και από κανένα αστείο. Κοροϊδεύει τους ανθρώπους τούς μάταιους και ασύνετους πού περιφρονούν τα φυσικά μέσα της ζωής και ασχολούνται με σατανικές εφευρέσεις. «Καταργήσατε, όπως μαθαίνω, τα βουβάλια, τα άλογα, και τρέχετε με αύτοκινίσματα, πώς τα λένε;  

Πετάτε στον αέρα σαν τούς Προφήτες, και τούς άγιους, χα χα χα χα. Και τυπώνετε τα μούτρα σας στο χαρτί. Θέλετε να γίνετε μεγαλύτεροι από το Θεό. Και σπουδάζετε και γίνεστε γιατροί, και γιατρεύετε κόντρα στο θέλημα του Θεού. Εκείνος πού δίνει τις αρρώστιες στον Κόσμο έχει το λόγο του. Κύριε, ελέησον. Να ασεβούν και να μη υποτάσσονται στο θέλημά του. Έμαθα πώς γεννήθηκε και Αντίχριστος. Ή Αποκάλυψις λέει, πώς μετά τη γέννηση του Αντίχριστου, θα γίνει ή Δευτέρα Παρουσία. Και τότες θα τα πούμε. Τότες δεν θα μπορείτε να φύγετε, ούτε με τα αυτοκίνητα ούτε με τ’ άγεροπλάνα σας.  

Ο Σατανάς έχει πολλά ποδάρια, εσάς σας κολάζει έτσι, εμάς αλλιώτικα. Ένα καιρό, μας έφερνε βόλτα κάθε βράδυ. Για να με φέρει στην αλαζονεία, μου έλεγε πώς είμαι άγιος. ‘Εγώ τον εξόρκιζα, και αυτός γελούσε βροντερά και έκανε να σείονται τα ούράνια. Άλλες βραδιές, ρίχνανε κοτρόνια και γιόμιζαν την αυλή. 

Κάθε πρωί πετούσαμε στο δρόμο τις πέτρες. Και τί πέτρες; ασήκωτες τέκνον μου. Το βράδυ πάλι τα ίδια. Κάθε Παρασκευή βράδυ γινότανε γυναίκα, και ερχόταν γυμνή στο γιατάκι μου να με ξεμυαλίση. Τον καταραμένο το Σατανά! Όμως εν ονόματι της Αγίας Τριάδος τον έκανα άφαντο. Να σού πω. Από τα 99 χρόνια πού δεν βγήκα από το Όρος τα 40 είχα τον πειρασμό κοντά μου. Δόξα σοι, ό Θεός, είμαστε πού είμαστε αμαρτωλοί. Τότες είχα μεγάλη ευλάβεια. Μόνον τις Κυριακές έτρωγα λάδι. Τώρα βλέπεις και τα χρόνια περνούν και ήρθαν τα γερατειά.  

Ένοιωσα όμως τη στιγμή αυτή πώς ζητούσε κάποιο κομπλιμέντο. «Ακόμα δα έχετε καιρό», του λέω. «Έτσι το λογαριάζω κι’ εγώ, μα να δούμε τη θέληση τού άγιου Θεού» μου άπαντα γιομίζοντας το ποτήρι μου κρασί. «Πώς ήθελα να ζήσω τα χρόνια σας γέροντα;» κάνω. «Δεν πρέπει να λέει ό άνθρωπος «θέλω», γιατί αμαρτάνει. Πρέπει μόνον να λέει «αν θέλει ό Ύψιστος» γιατί όλα είναι δική του πρόνοια. Και τί να ζει κανείς τόσα χρόνια! Ή ζωή είναι δοκιμασία. Οι αμαρτωλοί ζούνε περισσότερα χρόνια». Και εγώ συλλογιέμαι πώς να γινόμουνα ο άμαρτολώτερος της γης, αν επρόκειτο να ζούσα ανάλογα μέ την ποσότητα των αμαρτιών μου.  

Διαβάσαμε απόδειπνο. Και όταν πήγα να κοιμηθώ, ήμουν κάπως ανήσυχος. Τη νύχτα με ξύπνησε ένα τρομαχτικό όνειρο. Είδα πώς με τραβούσαν οι Σατανάδες για να με ρίξουν από ένα γκρεμό. Και όταν ξανακοιμήθηκα, είδα πώς ένας Σατανάς είχε γίνει ένα ωραίο πλάσμα, κι’ ήρθε στο κρεβάτι μου και με φιλούσε, εγώ όμως δεν τον έδιωξα εν ονόματι της Αγίας Τριάδος.  

Ο κόπος και η αγιαστική θυσία

Διηγονται να περιστατικ π τ ζω το γίου ουστίνου Πόποβιτς. Το μεγάλου ατο Σέρβου θεολόγου κα προσφάτως ναγνωρισθέντος γίου τς κκλησίας.

Πρέπει ν ταν τ τος 1929, δηλαδ ταν γιος ταν σ λικία 35 τν. ταν καλοκαίρι, κα ξεκίνησε π τ Βράνιε μ προορισμ τ Μοναστήρι το γίου Προχόρου. Πήγαινε συχν στ Μοναστήρι ατό, μ τ ποο κα εχε διαίτερο σύνδεσμο, γιατ εχε μεγάλη γάπη στν γιο Πρόχορο. ταν δη καθηγητς Πανεπιστημίου στ Θεολογικ Σχολ στ Βελιγράδι.

δρόμος μέχρι τ Μοναστήρι ταν δύσβατος κα γι’ ατ ρκετ κουραστικός. γιος, γι ν περνικ ατς τς δυσκολίες, χρησιμοποιοσε κάποιο πλ ατοκίνητο, γι ν διασχίσει τν βουνήσιο δρόμο πο δηγοσε στ Μοναστήρι.
Σ μι λοιπν τέτοια πίσκεψή του συνάντησε στ δρόμο του μι γερόντισσα, κι μέσως κατάλαβε τι κι ατ κατευθυνόταν μ τ πόδια πρς τ Μοναστήρι. Τότε γιος κανε νόημα στν δηγ ν σταματήσει κα προσκάλεσε τ γριούλα ν νέβει στ ατοκίνητο, γιατί, πως τς ξήγησε, κι κενος πήγαινε που κα ατή.

–Σ’ εχαριστ, παιδί μου, το πάντησε γριούλα, λλ γ εμαι φτωχή.

γιος τότε τς χαμογέλασε κα τ διαβεβαίωσε τι δν θ πλήρωνε τίποτε, μι κα τ ατοκίνητο ταν νοικιασμένο π κενον. Τότε γερόντισσα το επε:

–Δν τό ’πα γι’ ατό, παιδί μου. λλ πειδ γ εμαι φτωχή, δν χω τίποτα λλο ν προσφέρω στν γιο πέρα π τν κόπο μου ατό.

Τότε γιος χτύπησε μεμις τ μέτωπό του ς νδειξη κατάπληκτου θαυμασμο κα μονολόγησε:

χ, ουστίνε, γινες καθηγητς Θεολογίας, κι μως! Τν εσέβεια ατς τς γερόντισσας πέχεις πολ γι ν τ φτάσεις.

Στράφηκε τότε κα πάλι στν δηγό. Τν πλήρωσε, κατέβηκε π τ ατοκίνητο κα συνέχισε πεζς μαζ μ τ γριούλα τν πόλοιπο δρόμο ως τ Μοναστήρι.

Στν ποχ τν νέσεων κα τς λογικς σως δυνατομε ν ννοήσουμε βαθύτερα τν προσφορ τς γριούλας λλ κα τν θαυμασμ τς νέργειάς της π τν γιο. Γιατ μάθαμε στν νεση κα στς εκολίες.
Γιατ πεχθανόμαστε τν κόπο κα τν κακοπάθεια. λα τ μπορομε πλέον μ τ πάτημα νς κουμπιο. Μάθαμε ν δωρίζουμε π τ περίσσευμα, χι π τ στέρημα. Κα στ Θε κα στος νθρώπους. Μάθαμε ν’ γαπομε π συμφέρον στω π συμπάθεια κα χι μπονα κα θυσιαστικά. Γι’ ατ κα αθόρμητα ναδύεται τ ρώτημα: Γιατί πρέπει ν κουραστομε; χει νάγκη Θες τ σωματική μας καταπόνηση; χι φυσικά. Θες δν χει ν φεληθε σ τίποτε π τ δική μας σκηση. μως σκηση εναι μητέρα το γιασμο, κα κακοπάθεια γεννήτρα τς ρετς.

Γι’ ατ κα κατάκτηση τς ποιασδήποτε ρετς προϋποθέτει κόπο, σκηση κα προσπάθεια, γι ν φέρει καρπό. Γιατ νθρωπος εναι ψυχοσωματικ νότητα, κα τ σμα βοηθ τν ψυχή, πως πίσης κα ψυχ κφράζεται κα μ τ σμα.

Προσευχ θέλεις ν κάνεις; Χρειάζεται κόπος. Ν γονατίσεις, ν σταθες ρθιος, ν συγκεντρώσεις τ μυαλό σου.

Στ Λατρεία θέλεις περίσπαστος ν συμμετέχεις; Κι δ κόπος χρειάζεται γι ν συγκεντρωθες κα ν κφράζεσαι προσευχητικ πως τ σμα τν πιστν.

Τ πάντα χρειάζονται κόπο. Κα κόπος ατς κφράζει τν πόθο τν νθρώπων ν βρον τν Θεό. μως κόπος ατς εναι χαρ κι νάπαυση. Χαρ κα νάπαυση πο κπηγάζουν π τν πίστη τι κόπος εναι προσφορ πο γίνεται επρόσδεκτη, ετε προσφέρεται στ Θε ετε στ συνάνθρωπο.
Εναι διάχυτο ατ τ πνεμα τς προσφορς το κόπου μας στν ρθόδοξη πνευματικότητα. «Δσε αμα, γι ν λάβεις πνεμα». Γι’ ατ κα ρθόδοξη παράδοση χει τς νηστεες, τς μετάνοιες, τς γονυκλισίες, τς γρυπνίες κα τόσα λλα ς κατάθεση κόπου στν γιο Τριαδικ Θε κα τος γίους κ μέρους μας πρς κζήτησιν τς χάριτός Του.
Προοδεύσαμε σήμερα. Κάναμε τ ζωή μας εκολη κα νετη, μως τν εσέβεια τς Σερβίδας γριούλας χι μόνο δν τν χουμε, λλ δυστυχς τν πεμπολήσαμε κα ς φρόνημα!

Το ραντεβού με τον Θεό

Ένας ερημίτης προσευχόταν πολύ σκληρά και επίμονα, ζητώντας να συναντηθεί με τον Θεό. Επιτέλους κατάφερε να κλείσει ένα ραντεβού μαζί του. «Αύριο, πάνω στο όρος» του είπε ένας άγγελος. Την επόμενη ημέρα ο ερημίτης σηκώθηκε πολύ πρωί και κοίταξε το όρος, ήταν τελείως καθαρό από σύννεφα.

Ξεκίνησε , λοιπόν, χαρούμενος και με δέος, προς την κορυφή του βουνού. Κάποια στιγμή, εκεί που περπάταγε κατά μήκος του μονοπατιού συνάντησε έναν άνθρωπο που είχε πέσει κάτω μέσα στα αγκάθια και του ζήτησε βοήθεια. «Λυπάμαι, βιάζομαι, έχω «ραντεβού» με τον Θεό» απάντησε ο ερημίτης και συνέχισε τον δρόμο του.

Λίγο πιο κάτω συνάντησε μια γυναίκα που έκλαιγε δίπλα στο άρρωστο παιδί της «Βοήθησε με σε παρακαλώ». «Λυπάμαι, δεν έχω χρόνο, ο Θεός με περιμένει στην κορυφή του βουνού». Προχώρησε ακόμα πιο γρήγορα για να μην αργήσει, αλλά εκεί που το μονοπάτι έγινε πιο δύσκολο, είδε ένα ηλικιωμένο εξαντλημένο, που του έδινε ένα ασκί «Δεν μπορώ να συνεχίσω άλλο, σε παρακαλώ πήγαινε να μου γεμίσεις το ασκί με νερό από την πηγή εδώ πιο κάτω. «Κάνε υπομονή, καλέ μου άνθρωπε, έχω ένα ραντεβού με τον Θεό και δεν θέλω να αργήσω!» 

Όταν ο ερημίτης έφτασε επιτέλους στην κορυφή του βουνού, στην πόρτα της καλύβας, όπου επρόκειτο να συναντηθεί με τον Θεό, βρήκε κρεμασμένο ένα μήνυμα: «Συγχώρεσε με που δεν είμαι εδώ, αλλά πήγα να βοηθήσω εκείνους που δεν βοήθησες εσύ στο διάβα σου».

Θα προσεύχομαι, αλλά θέλω και λεφτά

Έναν τέτοιο γέροντα αμέριμνο, απλό, ταπεινό, με μεγάλη εμπιστοσύνη στον Χριστό και την Παναγία, γνωρίσαμε.

Ήταν από το Ριζοκάρπασο της σήμερα τουρκοκρατούμενης Κύπρου κι ήλθε στο Άγιον 'Ορος όταν κι αυτό ήταν Τουρκοκρατούμενο. Εκοιμήθη πριν δώδεκα έτη σε ηλικία εκατόν έξι ετών. Είχε στο Άγιον 'Ορος ογδόντα έξι έτη.

Εξήλθε αυτού μία δύο φορές, για να πάει προσκυνητής στα Ιεροσόλυμα. Ογδόντα έξι έτη είχε να φάει κρέας. Ογδότα έξι έτη είχε να δει γυναίκα. Είκοσι πέντε έτη είχε να πλύνει το πιάτο του. Υγιέσταστος, εγκρατέστατος, εξυπνότατος, αγαθότατος. Εκατόν τριών ετών ανέβηκε στη σκέπη του κελλιού του να διορθώσει τα κεραμίδια.

«'Οτι ζητάω από την Παναγία μου το στέλνει» έλεγε. «Έχω την εικόνα της, της Οικονόμισσας, και με οικονομεί η Υπερευλογημένη... Να, τώρα ήθελα νερό και ήλθες να μου φέρεις».

Μια φορά ήλθαν δύο φίλοι από την Αθήνα, νεαροί οικογενειάρχες, και με ρωτούσαν αν υπάρχουν γέροντες του Γεροντικού και της Φιλοκαλίας. Υπάρχουν τους είπα και τους πήγα στον γέροντα αυτόν, τον μοναχό Ιωσήφ τον Κύπριο. Ήταν τότε εκατόν πέντε ετών. Ήταν ξαπλωμένος κι έκανε κομποσχοίνι. «Οι κύριοι» του λέγω, «είναι από την Αθήνα και ήθελαν να πάρουν την ευχή σου». Τον είδαν πως δεν είχε όρεξη για κουβέντα. Αφού είπαν δύο-τρία λόγια, τους έκαμε νόημα να φύγουμε.

Φεύγοντας λένε στον γέροντα: «Γέροντα, είμαστε με πολλά προβλήματα, σας παρακαλούμε να προσεύχεσθε».

«Θα προσεύχομαι» τους απαντά, «αλλά για να προσεύχομαι θέλω και λεφτά»! Ντράπηκα πολύ, τα έχασα, δεν ήξερα τι να πω. Προσπαθούσα να δικαιολογήσω την κατάσταση. Απορούσα γιατί να το κάνει αυτό. Τους πήγα σ' έναν άγιο άνθρωπο κι αυτός να ζητάει χρήματα για να προσευχηθεί; Αυτός που δεν γνώριζε καλά-καλά την αξία των χρημάτων και δεν τους έδινε μεγάλη σημασία. Οι άνθρωποι έφυγαν και λυπήθηκα.

Την άλλη ημέρα που πήγα να τον δω, μου λέει: «Πάτερ Μωυσή την αρετή δεν τη μαζέψαμε μαζί. Μην μου φέρνεις κόσμο να με τιμάνε. Ζήτησα από τον Θεό να με τιμήσει στην άλλη ζωή, όχι σ΄αυτή την ψεύτικη».

Εξεπλάγην. Ντροπιάσθηκε στους ξένους ζητώντας χρήματα, που ποτέ δεν είχε και ποτέ δεν τ' αγάπησε, με ντρόπιασε κι εμένα. Πού να τολμήσω να ξαναπάω κόσμο. Χάλασε την εικόνα του, ως σπουδαίου ασκητού. Κατέστρεψε την πρόσοψη του. Ποιος από μας το κάνει αυτό; Ήταν ταπεινός. Υπεράνω και του σκανδαλισμού. Τον ένοιαζε τι θα πει γι αυτόν ο Θεός κι όχι οι άνθρωποι. 'Οταν το είπα στους φίλους έμειναν άφωνοι...

Πρίν κρίνεις σκέψου

Πρν π πολλ χρόνια σ να Δημοτικ σχολεο τς μερικανικς παρχίας πρχε μία δασκάλα. Τ νομά της ταν κυρία Τόμπσον.

Τν πρώτη μέρα τς καινούργιας σχολικς χρονις, στάθηκε μπροστ π τ παιδι τς πέμπτης τάξης, τος συστήθηκε κα στ συνέχεια τος επε να μεγάλο ψέμα.

πως κα ο περισσότεροι λλωστε δάσκαλοι, κοίταξε τος μαθητές της κα τος επε τι θ τος γαπάει κα θ τος προσέχει λους τ διο.


λλ ατ ταν δύνατον, γιατί κε στν μπροστιν σειρά, κάθονταν να μικρ γόρι, Τέντυ Στάλλαρντ. κυρία Τόμπσον εχε παρατηρήσει τν Τέντυ π τν προηγούμενη χρονι κα δν τν συμπαθοσε διαίτερα. Δν παιζε μ τ λλα παιδιά, δν συμμετεχε στν τάξη, τ ροχα του ταν συνέχεια βρώμικα κα σίγουρα δν κανε σο συχν πρεπε μπάνιο.

Τέντυ ταν να παιδ πο τν δυσαρεστοσε ποτε τν βλεπε γι ατ κα πολάμβανε τς στιγμς πο σχημάτιζε μ τν κόκκινο στυλ της τ τεράστια Χ στ τετράδιά του, σβηνε τ…λάθη του βαθμολογοσε μ 6 κα μ 5 τς ργασίες του.
Στ σχολεο, που δίδασκε κυρία Τόμπσον, ταν ποχρεωμένη ν λέγχει τ παρελθν λων τν παιδιν πο πρχαν στ τάξη της. κόμη κα το μικρο Τέντυ. τσι ταν νοιξε τ ρχεα του, τν περίμενε μία μεγάλη κπληξη.
δάσκαλος πο εχε τν Τέντυ στν πρώτη τάξη το Δημοτικο γραφε γι ατόν:
« Τέντυ εναι να πέροχο παιδ λο χαμόγελο. Εναι ργανωτικός, μελετηρς κα χει καλος τρόπους. Εναι μία μπνευση γι τ παιδι πο βρίσκονται γύρω του.»
δασκάλα πο εχε τν Τέντυ στ Δευτέρα Δημοτικο γραφε: «Εναι ξαιρετικς μαθητής, τν συμπαθον πολ ο συμμαθητς του λλ διος μοιάζει πολ προβληματισμένος πειδ μητέρα του πάσχει π μία νίατη σθένεια κα ζω στ σπίτι του πρέπει ν εναι πολ δύσκολη.»
δασκάλα πο τν δίδαξε στν Τρίτη Δημοτικο γραφε: « θάνατος τς μητέρας του το στοίχισε πολύ. διος προσπαθε ν κάνει ,τι καλύτερο μπορε, λλ πατέρας του δν το δείχνει μεγάλο νδιαφέρον. σχημη κατάσταση στ σπίτι θ τν πηρεάσει πολ σύντομα, ν δν λλάξει γρήγορα κάτι.»
δάσκαλος το Τέντυ στν Τετάρτη Δημοτικο γραφε: « Τέντυ χει παραιτηθε κα δν δείχνει κανένα νδιαφέρον γι τ σχολεο. Δν χει πολλος φίλους κα πολλς φορς κοιμται στν τάξη.»
κυρία Τόμπσον συνειδητοποίησε τ πρόβλημα κα ασθάνθηκε ντροπ γι τν αυτό της. Ασθάνθηκε κόμη χειρότερα, ταν λοι ο μαθητές της, τς φεραν χριστουγεννιάτικα δρα τυλιγμένα μ στραφτερ περιτυλίγματα κα μορφες κορδέλες. λοι, κτς π τν Τέντυ. Τ δικό του δρο ταν δέξια τυλιγμένο σ να βρώμικο, καφ χαρτ πο μλλον πρν ταν σακούλα νς παντοπωλείου.

κυρία Τόμπσον δυσκολεύτηκε ν τ νοίξει. Τ περισσότερα παιδι γέλασαν ταν βγαλε π μέσα να βραχιόλι πο εχε φτιάξει διος μ σπάγκο κα πέτρες λλ κα να νοιχτό, μισογεμάτο μπουκάλι μ ρωμα. Σηκώθηκε π τ θέση της κα σταμάτησε πότομα τν γέλιο τν παιδιν ταν φώναξε δυνατ πόσο πολύ τς ρεσε τ δρο του. Στ συνέχεια φόρεσε τ βραχιόλι κα ριξε λίγο π τ ρωμα στ χέρι της.
Τέντυ φυγε τελευταος κείνη τ μέρα π τν τάξη. Βγαίνοντας π τ πόρτα γύρισε πρς τ δασκάλα του κα τς επε μ θλιμμένη φων «Σήμερα κυρία μυρίζετε σν τ μαμά μου!»

κυρία Τόμπσον κλαψε πολ κείνη τ μέρα. π τότε σταμάτησε ν μαθαίνει τ παιδι νάγνωση, γραφ κα ριθμητική. ντ΄ “ατο, ρχισε ν τ διδάσκει.

γαποσε λα τ παιδι λλ δινε διαίτερη προσοχ στν μικρ Τέντυ. Κάθε φορ πο τν βοηθοσε στ μαθήματά του, τ μυαλ του μοίαζε ν ζωντανεύει.

σο περισσότερο τν νθάρρυνε, τόσο πι γρήγορα παντοσε στς ρωτήσεις της. Μέχρι τ τέλος το τους, Τέντυ εχε γίνει να π τ πι ξυπνα παιδι τς τάξης καί, παρ τ ψέμα της τι θ γαποσε λα τ παιδι τ διο, Τέντυ ταν πλέον κα πίσημα γαπημένος της.

Τν πόμενη χρονι κυρία Τόμπσον νέλαβε πάλι τν Πέμπτη Δημοτικο κα βλεπε τν Τέντυ μόνο στ διαλείμματα. Μία μέρα, πρς τ τέλος το τους, βρκε να σημείωμα κάτω π τν πόρτα το σπιτιο της. Τ σημείωμα εχε τν πογραφ το Τέντυ κα γραφε: «Εσαστε κόμη καλύτερη δασκάλα πο εχα ποτ στ ζωή μου».

ξι χρόνια μετ κυρία Τόμπσον λαβε λλο να σημείωμα, ατ τ φορ μ τ ταχυδρομεο.
ταν πάλι Τέντυ κα τς γραφε τι εχε τελειώσει τρίτος σ βαθμ τ Λύκειο, λλ κείνη ταν κόμη καλύτερη δασκάλα πο εχε ποτ στ ζωή του.
Τέσσερα χρόνια μετά, πρε λλη μία πιστολ π τν Τέντυ. Τς γραφε τι εναι δύσκολα στ Πανεπιστήμιο λλ πολ σύντομα θ παιρνε τ πτυχίο του κα μ καλ βαθμό. Τελείωσε τ γράμμα του γράφοντας τι κόμη κείνη εναι καλύτερη κα πι γαπημένη του δασκάλα πο εχε ποτέ.
πειτα π τέσσερα χρόνια λλο να γράμμα π τν Τέντυ κανε τν μφάνισή του στ ταχυδρομικ κουτ τς κυρία Τόμπσον. Τς γραφε τι φο πρε τ πτυχίο του, ποφάσισε ν προχωρήσει λίγο κόμη τς σπουδές του. Τελείωνε τν πιστολ γράφοντας τι παραμένει καλύτερη κα γαπημένη του δασκάλα.

κυρία Τόμπσον πρε κόμη να γράμμα π τν Τέντυ κείνη τν νοιξη. λλ ατ τ φορ τ νομα μ τ ποο πέγραφε,ταν διαφορετικό: Δρ. Θίοντορ Φ. Στάλλαρντ. Τς γραφε τι εχε βρε μία κοπέλα κα πρόκειτο ν τν παντρευτε. Τς λεγε τι πατέρας του εχε πεθάνει μερικ χρόνια πρν κα ναρωτιόταν ν θ μποροσε κείνη, ν καθίσει στ θέση πο κάθεται μητέρα το γαμπρο.

Φυσικ κείνη τ κανε… Πγε στ γάμο φορώντας στ χέρι κενο τ βραχιόλι π πέτρες πο τς εχε κάνει δρο Τέντυ κα φορώντας τ ρωμα πο το θύμιζε τ μητέρα του. Τν στιγμ πο Δρ. Στάλλαρντ τν γκαλίασε τς ψιθύρισε στ ατί: «Σς εχαριστ, κυρία Τόμπσον, γιατί πιστέψατε σ μένα. Σς εχαριστ τόσο πολ γιατί μ κάνατε ν ασθανθ σημαντικς κα μο δείξατε πς μπορ ν κάνω τ διαφορά».
κυρία Τόμπσον μ δάκρυα στ μάτια το πάντησε: «Τέντυ, κάνεις πολ μεγάλο λάθος. σ εσαι ατς πού μού μαθε τι μπορ ν κάνω τ διαφορά. Δν ξερα πς ν διδάξω τος μαθητές μου μέχρι πο σ γνώρισα.»
Προσπαθστε ν μν κρίνετε π τ περιτύλιγμα κα μν ποτιμτε ποτ μ ποτ τν δύναμη πο χετε κα πο μπορε ν λλάξει τς ζως τν νθρώπων γύρω σας.

Ο Μέγας Αντώνιος και ο μπαλωματής

Πέρασε κάποτε από το λογισμό του Μεγάλου Αντωνίου σε τίνος τάχα αγίου μέτρα να είχε φτάσει. Ο Θεός όμως, που ήθελε να του ταπεινώσει το λογισμό, του φανέρωσε μια νύχτα στ’ όνειρό του πως καλύτερος του ήταν ο μπαλωματής, που είχε ένα μικρομάγαζο σ’ ένα παράμερο δρόμο της Αλεξανδρείας…

Μόλις ξημέρωσε, ο Όσιος πήρε το ραβδάκι του και ξεκίνησε για την πόλη. Ήθελε να γνωρίσει από κοντά τον περίφημο μπαλωματή και να ιδεί τις αρετές του. Με πολλή δυσκολία ανακάλυψε το μαγαζάκι του, μπήκε μέσα, κάθισε πλάι του στον πάγκο κι’ άρχισε να τον ρωτά για τη ζωή του.

Ο απλοϊκός άνθρωπος, που δε του πήγαινε ο νους ποιος μπορούσε να ήταν εκείνος ο γερο-καλόγερος που ήλθε τόσο ξαφνικά να τον εξετάσει, χωρίς να πάρει τα μάτια του από το παπούτσι που μπάλωνε, του αποκρίθηκε αργά-αργά με ηρεμία:

— Δεν ξέρω, Αββά μου, να έχω κάνει ποτέ κανένα καλό. Κάθε πρωί σηκώνομαι, κάνω την προσευχή μου κι’ αρχίζω τη δουλειά μου. Λέω όμως πρώτα στο λογισμό μου, πως όλοι οι άνθρωποι σ’ αυτή την πόλη, από τον πιο μικρό ως τον πιο μεγάλο, θα σωθούν καί μόνο εγώ θα καταδικαστώ για τις πολλές μου αμαρτίες. Κι' όταν το βράδυ πάω να πλαγιάσω, πάλι το ίδιο συλλογίζομαι.

Ο Όσιος σηκώθηκε με θαυμασμό, τον αγκάλιασε, τον φίλησε, και του είπε με συγκίνηση:

— Συ, αδελφέ μου, σαν καλός έμπορος, κέρδισες τον πολύτιμο μαργαρίτη άκοπα. Εγώ γέρασα στην έρημο, ίδρωσα καί κόπιασα, μα δεν έφτασα την ταπεινοσύνη σου.

Γιατί ο κόσμος μισεί τους δικαίους;

Πες μου, πάτερ, σε παρακαλώ κάτι: Για ποιό λόγο οι περισσότεροι άνθρωποι μισούν τους δικαίους; Γιατί τους περιφρονούν; Γιατί σκανδαλίζονται μαζί τους; Αντίθετα, λίγοι ειναι εκείνοι που τους τιμούν…

- Πολύ συμφέρει τους δικαίους, παιδί μου, η περιφρόνηση των ανθρώπων. Τους ταιριάζει, θα ‘λεγα, όπως ταιριάζουν στον ουρανό τ’ αστέρια. Είδα μάλιστα ενάρετο, που κέρδισε πενήντα στεφάνια σε μία μέρα από τις κακολογίες των άλλων.

- Και με ποιόν τρόπο τα κέρδισε; ρώτησα απορήμενος.

- Άκουσε: Ο άνθρωπος αυτός έμενε στα Βούκολα. Ήταν επιφανής και αξιοσέβαστος. Έκανε πολλά καλά έργα στους συνανθρώπους του και όλους τους αγαπούσε σαν αγγέλους του Θεού. Εκείνοι, ωστόσο, πλανέθηκαν από τον πονηρό και άρχισαν να αντιπαθούν τον ευεργέτη τους σα να ήταν κακούργος. Άλλοι έλεγαν πως είναι δολερός, άλλοι ακόλαστος, άλλοι κλέφτης και άλλοι αιρετικός! Έχει, βλέπεις, τη συνήθεια ο διάβολος να διασύρει τους αγίους με το στόμα των αμαρτώλων ανθρώπων. Ο άνθρωπος όμως για τον οποίο σου μιλάω, ακούγοντας τις συκοφαντίες αυτές, χαιρόταν ειλικρινά και ευχαριστούσε το Θεό.

“Κύριε”, έλεγε, “δείξε το έλεος Σου σ’ όσους με μισούν, με συκοφαντούν, με διασύρουν. Κανένας απ’ τους αδελφούς να μην πάθει κακό για μένα τον αμαρτωλό, ούτε στην παρούσα ζωή ούτε στην άλλη. Σύντριψε όμως και αφάνησε τους πονηρούς δαίμονες, που τους ξεσηκώνουν εναντίον μου. Σε παρακαλώ, Θεέ μου, όπως δεν αποστράφηκες εμένα τον βέβηλο, όσες φορές αμάρτησα και πρόστρεξα στην ευσπλαχνία Σου ζητώντας συγχώρηση, έτσι να μην αποστραφείς τώρα κι αυτούς, που κατηγορούν τον αχρείο δούλο Σου. Αντίθετα, αγιάσέ τους με το έλεός Σου και σκέπασέ τους με την αγαθότητα Σου”.

Έτσι προσευχόταν, αγαπητέ, ο δίκαιος εκείνος, γι’ αυτούς που τον μισούσαν και τον κακολογούσαν! Και κοίταξε τι θαυμαστό γινόταν: Όσες φορές τη μέρα βίαζε τον εαυτό του και προσευχόταν για τους εχθρούς του, τόσες φορές κατέβαινε άγγελος Κυρίου και τοποθετούσε στο κεφάλι του ουράνιο διαμαντοστόλιστο στεφάνι. Αυτό, βέβαια, δεν το καταλάβαινε ο ίδιος, γιατί ο Θεός τον στεφάνωνε αόρατα… Γι’ αυτό λοιπόν, παιδί μου, επιτρέπει πολλές φορές ο αγαθός Θεός να κακολογούνται και να εξουθενώνονται οι ενάρετοι, για ν’ αυξήσουν έτσι τα στέφανια τους και τα βραβεία τους και τους ουράνιους μισθούς τους.

- Ωστόσο, όπως είπα και πριν, πάτερ, δεν μπορώ να καταλάβω γιατί οι δίκαιοι σ’ άλλους ανθρώπους αρέσουν και σ’ άλλους όχι.
- Πρόσεξε, παιδί μου, και θα σου το εξηγήσω με μερικά παραδείγματα: Δεν βλέπεις που ο Θεός στέλνει βροχή, και δεν αρέσει σε όλους; Όπως συνήθως, άλλοι λένε το ένα και άλλοι το άλλο. Ο ένας λέει: “Δόξα σοι ο Θεός! Θα ποτιστεί η γη!”. Ο άλλος, αντίθετα: “Κακό που μας βρήκε! Πάει η σοδειά!”. Άν πάλι ο Θεός στείλει βαρύ χειμώνα, οι φτωχοί, τρέμοντας από την παγωνιά, λένε με παράπονο: “Αχ, γιατί να κάνει ο Θεός τόσο κρύο;”. Οι πλούσιοι, απεναντίας, τότε ακριβώς απολαμβάνουν περισσότερο τη θαλπωρή, γιατί έχουν όλα όσα χρειάζονται – και θέρμανση και χοντρά ρούχα και κρασί και ζεστό ψωμί και κρέατα και καθετί που αναπαύει το σώμα. Τέλος πάντων, φεύγει ο χειμώνας, έρχεται η άνοιξη και ακολουθεί το καλοκαίρι με την πολλή του ζέστη. Τότε λένε μερικοί: “Ο χειμώνας είναι πολύ καλύτερος. Ούτε μύγες έχει ούτε ψύλλους ούτε κοριούς”. 
Και, κοντολογής, άλλοι προτιμούν το χειμώνα σαν υγιεινότερο, άλλοι την άνοιξη σαν γλυκύτερη, άλλοι το καλοκαίρι σαν θερμότερο… Αλλά γιατί στα λέω όλα αυτά; Φτάνει μόνο να σκεφτείς, ότι ο Χριστός, ο Κύριος και Θεός μας, έγινε άνθρωπος, συναναστράφηκε με τους αχάριστους Εβραίους και τους ευργέτησε με μύρια καλά – δαιμόνια έδιωξε, λεπρούς καθάρισε, τυφλούς φώτισε, κουτσούς στήριξε, παράλυτους σήκωσε, νεκρούς ανέστησε, τελώνες διόρθωσε, πόρνες συνέτισε, με λίγα ψωμιά πλήθη χόρτασε και τόσα άλλα έκανε, για τα οποία φθαρτός άνθρωπος δεν μπορεί να μιλήσει. Και για όλα τούτα ποια ήταν η ανταμοιβή του Κυρίου μας;

Ο φθόνος, η συκοφαντία, οι εξευτελισμοί, τα ραπίσματα, η μαστίγωση, τα φτυσίματα και στο τέλος η σταύρωση! Αν λοιπόν ο Πλάστης μας δεν άρεσε σε όλους τους ανθρώπους, πως θα αρέσει ο δίκαιος στους συνάνθρώπος του; Ξέρεις, παιδί μου, ο ενάρετος Άβελ έζησε τότε που ελάχιστοι άνθρωποι υπήρχαν πάνω στη γη. Και παρόλο που δεν έκανε το παραμικρό κακό στον αδελφό του Κάϊν, αυτός, σκοτισμένος από τον πονηρό, τον φθόνησε και τον σκότωσε. Σκέψου λοιπόν, αν τότε, που υπήρχαν μόνο δύο αδέλφια στη γη, ο δίκαιος Άβελ δεν μπόρεσε να ξεφύγει απ’ τον ανθρώπινο φθόνο, θα μπόρεσει κανείς σήμερα, ζώντας ανάμεσα σε τόσο κόσμο; Αδύνατον! Είναι γραμμένο άλλωστε: “Τέκνον, ει προσέρχη δουλεύειν Κυρίω Θεώ, ετοίμασεν την ψυχήν σου εις πειρασμόν”.